Βιογραφία

Παιδική ηλικία

Ο Παύ­λος Σιδη­ρό­που­λος γεν­νή­θη­κε στις 27 Ιου­λί­ου του 1948 στην Αθή­να ( 1 , 2 ).

Ήταν γιός του Κων­στα­ντί­νου Σιδη­ρό­που­λου και της Ιωάν­νας (Τζέ­νης) Σιδη­ρο­πού­λου το γένος Αλε­ξί­ου ( 1 , 2 ).

Οι Σιδη­ρό­που­λοι ήταν Πόντιοι εκ Ρωσί­ας, αστοί, που ζού­σαν από την καλ­λιέρ­γεια και το εμπό­ριο του καπνού. Ο πατέ­ρας του Κων­στα­ντί­νος, γεν­νή­θη­κε το 1918 στο Σοχούμ της Ρωσί­ας. Από τη Ρωσία οι Σιδη­ρό­που­λοι έφυ­γαν μετά την επα­νά­στα­ση του 1917 και το 1923 ήρθαν στην Ελλά­δα κι εγκα­τα­στά­θη­καν στο Κιλ­κίς όπου ασχο­λή­θη­καν με το εμπό­ριο καπνού.

To 1936 ο παπ­πούς του Παύ­λου μαζί με τα 6 παι­διά του έφυ­γαν από το Κιλ­κίς κι εγκα­τα­στά­θη­καν στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Οι Αλε­ξί­ου ήταν μια μεγά­λη οικο­γέ­νεια δια­νο­ου­μέ­νων από το Ηρά­κλειο της Κρή­της. Η μητέ­ρα του Παύ­λου, Ιωάν­να (Τζέ­νη), γεν­νή­θη­κε το 1924 στο Ηρά­κλειο της Κρή­της, πατέ­ρας της ήταν ο Ραδά­μαν­θυς Αλε­ξί­ου και μητέ­ρα της η Ανα­στα­σία Αλε­ξί­ου το γένος Ζορ­μπά. Ο Ραδά­μαν­θυς ήταν αδελ­φός της γνω­στής παι­δα­γω­γού και πεζο­γρά­φου Έλλης Αλε­ξί­ου ( 1 , 2 ), της Γαλά­τειας Αλε­ξί­ου-Καζαν­τζά­κη (πρώ­τη σύζυ­γος του Νίκου Καζαν­τζά­κη) και του εκπαι­δευ­τι­κού και συγ­γρα­φέα Λευ­τέ­ρη Αλε­ξί­ου.

Η Ανα­στα­σία, γεν­νη­μέ­νη στην Ορμύ­λια της Χαλ­κι­δι­κής, ήταν κόρη του Γεωρ­γί­ου Ζορ­μπά του γνω­στού ως Αλέ­ξη Ζορ­μπά όπως τον παρου­σιά­ζει στο ομώ­νυ­μο έργο του ο Καζαν­τζά­κης. Ο Ζορ­μπάς γεν­νή­θη­κε στο Ελευ­θε­ρο­χώ­ρι στα 1857 και πέθα­νε στα Σκό­πια στις 16 Σεπτεμ­βρί­ου 1941. [Γου­δέ­λης Γιάν­νης, Ο Καζαν­τζά­κης ξανα­σταυ­ρώ­νε­ται, εκδ. Δίφρος, 1987, Αθή­να]
O Παύ­λος αμέ­σως μετά τη γέν­νη­σή του στην Αθή­να, επέ­στρε­ψε μαζί με τους γονείς του στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Έμει­ναν εκεί μέχρι και τα έξι πρώ­τα χρό­νια της ζωής του ( 1 , 2 , 3 , 4 , 5 ). Ζού­σαν μαζί με όλη την οικο­γέ­νεια του παπ­πού του Παύ­λου στο ιδιό­κτη­το διώ­ρο­φο αρχο­ντό­σπι­το του παπ­πού του. Ως παι­δί ήταν πολύ ζωη­ρός, πει­ρα­χτή­ρι και ριψο­κίν­δυ­νος στα παι­χνί­δια του. Ήταν πρό­σχα­ρος, πάντα ευαί­σθη­τος, καλό­καρ­δος και ως πολύ κοι­νω­νι­κός έκα­νε εύκο­λα φίλους. ( 1 , 2 , 3 , 4 ).

Από τα έξι χρό­νια του και μετά, αφού έχει γεν­νη­θεί και η αδελ­φή του Σεμέ­λη (Μελί­να), η τετρα­με­λής πλέ­ον οικο­γέ­νεια, παίρ­νο­ντας μαζί και την ξαδέρ­φη του πατέ­ρα του Παύ­λου, Παρα­σκευή Παρα­στα­τί­δου-Λαζα­ρί­δου, φεύ­γει από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη κι όλοι μαζί εγκα­θί­στα­νται στην Αθή­να. Το πρώ­το σπί­τι της οικο­γέ­νειας στην Αθή­να ήταν στην οδό Βλα­βια­νού 13 στα Πατή­σια. Από το 1970 και μέχρι το 1984, περί­ο­δος που ο Παύ­λος γίνε­ται γνω­στός στα μου­σι­κά πράγ­μα­τα της χώρας, η οικο­γέ­νεια μένει στο σπί­τι της οδού Ιωάν­νου Δρο­σο­πού­λου 50 στην Κυψέ­λη. Από το 1984 και μέχρι το θάνα­τό του η οικο­γέ­νεια μένει στην οδό Φωσκό­λου 3 στο Γαλά­τσι.

Ο πατέ­ρας του, που είχε κάνει σπου­δές στο χημι­κό τμή­μα του Πανε­πι­στη­μί­ου της Αθή­νας, μαζί με τον αδελ­φό του και τον γαμπρό του δημιούρ­γη­σαν μια μικρή βιο­μη­χα­νία, την ΕΛΦΩΤ (απα­σχο­λού­σε 12–15 εργα­ζό­με­νους), τη μονα­δι­κή ελλη­νι­κή βιο­μη­χα­νία η οποία παρή­γα­γε φωτο­γρα­φι­κό χαρ­τί.

Ο Παύ­λος ως μαθη­τής φοί­τη­σε σε δημό­σιο σχο­λείο, τελεί­ω­σε το 22ο Δημο­τι­κό σχο­λείο Αθη­νών στην οδό Νικο­πό­λε­ως στα Πατή­σια και συνέ­χι­σε στο 8ο Γυμνά­σιο Αρρέ­νων Αθη­νών, από το οποίο και απο­φοί­τη­σε το 1966. Ήταν έξυ­πνος και καλός μαθη­τής χωρίς να χρειά­ζε­ται να είναι ιδιαί­τε­ρα επι­με­λής. Στο βιβλίο Η΄ Γυμνά­σιο-Λύκειο – Εκπαι­δευ­τή­ρια Μ.Κ.ΝΟΜΙΚΟΣ 1911–2000 Ιστο­ρι­κό οδοι­πο­ρι­κό [Αθή­να, 2003], γρά­φουν για τον Παύ­λο: «Σαν μαθη­τής, χάρη στην άμε­ση αντί­λη­ψή του, είχε καλές επι­δό­σεις» ( 1 , 2 , 3 , 4 , 5 , 6 ). Παρ’ όλα αυτά δεν έδω­σε αμέ­σως εξε­τά­σεις για το Πανε­πι­στή­μιο. Το 1967, χωρίς καμία ιδιαί­τε­ρη προ­σπά­θεια και μάλ­λον αδιά­φο­ρα, «πέρα­σε εύκο­λα στο Μαθη­μα­τι­κό Τμή­μα του Πανε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης».

Τις σπου­δές του στο Μαθη­μα­τι­κό δεν τις ολο­κλή­ρω­σε, έφτα­σε μέχρι το 3ο έτος σπου­δών και διέ­κο­ψε μιας και οι καλ­λι­τε­χνι­κές του ανη­συ­χί­ες, και το ταλέ­ντο του στη μου­σι­κή τον είχαν ορι­στι­κά κατα­κτή­σει. Ως παι­δί, δεν σπού­δα­σε μου­σι­κή, έστω κι αν το ταλέ­ντο του είχε φανεί από πολύ νωρίς. Δεν το είχε θελή­σει ο πατέ­ρας του. «Κάθε μου­σι­κό άκου­σμα άγγι­ζε την ψυχή του μικρού Παυ­λά­κη. Νανου­ρι­ζό­ταν κάνο­ντας κού­νια πάνω στο μικρό του αλο­γά­κι που το κινού­σε με απί­στευ­το ρυθ­μό πάνω στη μελω­δία που σιγο­τρα­γου­δού­σε μόνος του», διη­γιό­ταν η μητέ­ρα του. Από τα εφη­βι­κά του χρό­νια, άκου­γε πολύ μου­σι­κή και του άρε­σε να χορεύ­ει. Το ροκ εν ρολ, που είχε αρχί­σει τότε να ακού­γε­ται, έγι­νε η μου­σι­κή που τον αντι­προ­σώ­πευε. Μου­σι­κές σπου­δές έκα­νε πολύ αργό­τε­ρα, αφού είχε ξεκι­νή­σει τη μου­σι­κή του στα­διο­δρο­μία και είχε ήδη γίνει γνω­στός με το ντου­έ­το Δάμων και Φιντί­ας. Πριν το 1975 και για μικρό σχε­τι­κά διά­στη­μα, όσο ο ίδιος έκρι­νε ότι του χρεια­ζό­ταν, σπού­δα­σε ένα χρό­νο σολ­φέζ, αρμο­νία και αντί­στι­ξη με το μου­σι­κό και δάσκα­λο Αλέ­ξαν­δρο Αινειάν (1907–1983). Για περιο­ρι­σμέ­νο επί­σης διά­στη­μα, πήρε μαθή­μα­τα και από τον μου­σι­κό Ιωάν­νη Ιωαν­νί­δη (1930), ενώ με ενθου­σια­σμό μιλού­σε για τον συν­θέ­τη Στέ­φα­νο Βασι­λειά­δη (1933–2004), στε­νό συνερ­γά­τη του Γιάν­νη Χρή­στου, τον οποίο θεω­ρού­σε δάσκα­λό του επει­δή τον μύη­σε κάποια στιγ­μή στην ηλε­κτρο­α­κου­στι­κή μου­σι­κή. Τη στρα­τιω­τι­κή του θητεία δεν την έκα­νε. Ο ίδιος λέει γι’ αυτό: «Την άνοι­ξη του 1976 με ενά­μη­σι μήνα Τρί­πο­λη, είκο­σι μέρες 401 και τέσ­σε­ρα ηλε­κτρο­σόκ παίρ­νω τρελ­λό­χαρ­το».

Το οικογενειακό περιβάλλον

Ο Παύ­λος Σιδη­ρό­που­λος μεγά­λω­σε μέσα σε ένα άνε­το οικο­νο­μι­κά περι­βάλ­λον, με σεβα­σμό στις ανθρω­πι­στι­κές αξί­ες, με προ­ο­δευ­τι­κές πολι­τι­κές πεποι­θή­σεις και πνευ­μα­τι­κή καλ­λιέρ­γεια. Στην παι­δι­κή του ηλι­κία δέχτη­κε ιδιαί­τε­ρη αγά­πη και φρο­ντί­δα. Στο σπί­τι εκτός από τους γονείς του και την αδελ­φή του ζού­σε και η θεία Παρα­σκευή, η οποία ήταν πολύ σημα­ντι­κό στή­ριγ­μα για τον μικρό Παυ­λά­κη αλλά και για όλη την οικο­γέ­νεια. Τις Κυρια­κές στο πατρι­κό του σπί­τι, συνή­θι­ζαν να τρώ­νε μαζί με τη θεία, Έλλη Αλε­ξί­ου και το δεύ­τε­ρο σύζυ­γο της Γαλά­τειας, ποι­η­τή, πεζο­γρά­φο, θεα­τρι­κό συγ­γρα­φέα και κρι­τι­κό λογο­τε­χνί­ας, Μάρ­κο Αυγέ­ρη ( 1 , 2 ). Εκεί άνα­βαν οι συζη­τή­σεις περί τέχνης και πολι­τι­σμού ή πέρι των πολι­τι­κών εξε­λί­ξε­ων της επο­χής, πάντα όμως με χιού­μορ και κρι­τι­κή διά­θε­ση κάτι που δια­σκέ­δα­ζε κι επη­ρέ­α­ζε το, συνε­χώς ανή­συ­χο πνεύ­μα του Παύ­λου.

Ο πατέ­ρας του, Κων­στα­ντί­νος Σιδη­ρό­που­λος, ήταν άνθρω­πος καλός, απλός, έντι­μος, ήπιων τόνων, με ευγέ­νεια και ανθρω­πιά αλλά και με αυστη­ρές ηθι­κές αρχές, με τις οποί­ες δια­παι­δα­γώ­γη­σε τον Παύ­λο. Αγα­πού­σε πολύ τα μαθη­μα­τι­κά, η λύση ασκή­σε­ων ήταν το χόμπι του κι αυτό ήταν κάτι που προ­σπά­θη­σε να εμφυ­σή­σει στον Παύ­λο. Είχε ταλέ­ντο στη μου­σι­κή και πολύ ωραία φωνή, του άρε­σε να τρα­γου­δά­ει, κυρί­ως όπε­ρα και να παί­ζει πιά­νο χωρίς όμως να έχουν προη­γη­θεί μου­σι­κές σπου­δές.

Παρά την αστι­κή του προ­έ­λευ­ση, ο Κων­στα­ντί­νος, ήταν από νεα­ρή ηλι­κία προ­ο­δευ­τι­κός και του άρε­σε να συνα­να­στρέ­φε­ται με τους απλούς ανθρώ­πους της δου­λειάς. Για τις προ­ο­δευ­τι­κές του πεποι­θή­σεις τον απέ­βα­λαν από όλα τα γυμνά­σια της Θεσ­σα­λο­νί­κης.
Ο θαυ­μα­σμός του πατέ­ρα του, Κων­στα­ντί­νου για την προ­ο­δευ­τι­κή δια­νό­η­ση τον οδή­γη­σε στη γνω­ρι­μία του με την Έλλη Αλε­ξί­ου. Στο σπί­τι της Έλλης Αλε­ξί­ου γνώ­ρι­σε κι ερω­τεύ­τη­κε τη μητέ­ρα του Παύ­λου, Τζέ­νη Αλε­ξί­ου, η οποία είχε έρθει από το Ηρά­κλειο στην Αθή­να για να τελειώ­σει τις σπου­δές της στο πιά­νο. Η Τζέ­νη Αλε­ξί­ου ήταν μία όμορ­φη γυναί­κα, χωρίς κακί­ες, με πνεύ­μα σπιρ­τό­ζο όλο ζωντά­νια και χιού­μορ. Ήταν πολύ ευχά­ρι­στος άνθρω­πος, και είχε πάντα να σου διη­γη­θεί μια ιστο­ρία που θα σου προ­κα­λού­σε γέλιο και θα σου έφτια­χνε το κέφι. Είχε αδυ­να­μία στον Παύ­λο, τον κατα­λά­βαι­νε, θαύ­μα­ζε την εξυ­πνά­δα του και τον στή­ρι­ξε στην καλ­λι­τε­χνι­κή του πορεία. Από πολύ νέα αρρώ­στη­σε από μια σπά­νιας μορ­φής ρευ­μα­τοει­δή αρθρί­τι­δα που κατέ­λη­ξε να την καθη­λώ­σει. Ήταν πολύ φιλό­ξε­νη, με απο­τέ­λε­σμα το σπί­τι να είναι πάντα γεμά­το κόσμο, από συγ­γε­νείς και φίλους μικρούς και μεγά­λους. Ο Παύ­λος ήταν πολύ δεμέ­νος μαζί της, τόσο ώστε να πιστεύ­ουν αρκε­τοί απ’ αυτούς που τον γνώ­ρι­ζαν, πως αν δεν έφευ­γε εκεί­νη πρώ­τη, πιθα­νώς να μην έφευ­γε και αυτός. Δεν έκα­νε δική του οικο­γέ­νεια, παρό­λο που ερω­τευό­ταν με πάθος και δινό­ταν ολο­κλη­ρω­τι­κά. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά, για τη γυναί­κα και την ερω­τι­κή σχέ­ση των δύο φύλων, ο Παύ­λος είχε πει: «Η γυναί­κα είναι ο καθρέ­φτης μας. Είναι το πλά­σμα που μπο­ρού­με να πού­με ότι αγα­πά­με στο έπα­κρο και το μισού­με στο έπα­κρο ταυ­τό­χρο­να, όπως με το ίδιο σκε­πτι­κό λέμε ότι εμπε­ριέ­χου­με το σατα­νά και το Θεό…» [συνέ­ντευ­ξη στο Νίκο Μπο­ζι­νά­κη για το περιο­δι­κό Ποπ+Ροκ, τεύ­χος 88]

Μουσική σταδιοδρομία

Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, ο Σιδη­ρό­που­λος, νεα­ρός φοι­τη­τής και μακριά από την οικο­γέ­νειά του, ξεκί­νη­σε τη μου­σι­κή του στα­διο­δρο­μία. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή για το ξεκί­νη­μά του είναι η μαρ­τυ­ρία του τότε συγκά­τοι­κού του, τρα­γου­δο­ποιού Βαγ­γέ­λη Γερ­μα­νού.

Δάμων και Φιντίας

Την περί­ο­δο εκεί­νη ο μου­σι­κός Παντε­λής Δελη­γιαν­νί­δης έπαι­ζε κιθά­ρα με τους Olympians. Ο Παύ­λος τον άκου­σε και ενθου­σιά­στη­κε: «Ξεχώ­ρι­ζε ο άνθρω­πος, δεν είχε καμία δου­λειά με τον Πασχά­λη και τους υπό­λοι­πους» έλε­γε σε συνέ­ντευ­ξή του [Οκτώ­βρης 1982, περιο­δι­κό Μου­σι­κή]. Τα κοι­νά ακού­σμα­τά τους πολ­λά -blues, Eric Clapton, Cream, John Mayall κ.ά.- και έχο­ντας κι ο Παύ­λος ήδη κάποιες πρώ­τες συν­θέ­σεις, του πρό­τει­νε να συνερ­γα­στούν. Δημιούρ­γη­σαν το ντου­έ­το Δάμων και Φιντί­ας ( 1 , 2 ), κατέ­βη­καν στην Αθή­να και άμε­σα ‑μέσα στη διε­τία 1970–1971- ηχο­γρά­φη­σαν για τη Lyra (μέσω του label της Zodiac) τον πρώ­το τους μικρό δίσκο 45 στρο­φών, με τα τρα­γού­δια «Ξέσπα­σμα» και «Ο κόσμος τους». Συμ­με­τεί­χαν επί­σης ‑ανά­με­σα σε μου­σι­κούς και σχή­μα­τα όπως η Δέσποι­να Γλέ­ζου, Εξα­δά­κτυ­λος, Socrates- στη ζωντα­νή ηχο­γρά­φη­ση «Ζωντα­νοί στο Κύτ­τα­ρο» με τα κομ­μά­τια τους «Απο­γο­ή­τευ­ση» και «Ο Γέρο-Μαθιός». Το πρώ­το περι­λαμ­βα­νό­ταν στον κυρί­ως δίσκο, ενώ το δεύ­τε­ρο απο­τε­λού­σε τη μία όψη ενός μικρού δίσκου 45 στρο­φών που συνό­δευε τις πρώ­τες παρ­τί­δες της έκδο­σης (στην άλλη όψη του δίσκου αυτού υπήρ­χε η εξελ­λη­νι­σμέ­νη από τον Τάσο Φαλη­ρέα εκδο­χή του ‘The Road Ladies’ του Frank Zappa, με το Δημή­τρη Που­λι­κά­κο και τους Εξα­δά­κτυ­λος).

Μπουρμπούλια

Το 1972 οι Δάμων και Φιντί­ας συνερ­γά­στη­καν με το Νίκο Τσι­λο­γιάν­νη (τύμπα­να) και το Βασί­λη Ντάλ­λα (μπά­σο, κιθά­ρα) από τα Μπουρ­μπού­λια, δια­τη­ρώ­ντας το ίδιο όνο­μα στη νέα ροκ μπά­ντα που δημιούρ­γη­σαν ( 1 , 2 , 3 , 4 , 5 ). Από την ετι­κέ­τα Zodiac της Lyra, κυκλο­φό­ρη­σαν ένα μικρό δίσκο με τα τρα­γού­δια «Ο Ντά­μης ο ληστής» (εξαι­τί­ας του φόβου της λογο­κρι­σί­ας μετο­νο­μά­στη­κε ως «Ο Ντά­μης ο Σκλη­ρός») και «Απο­γο­ή­τευ­ση», σε μου­σι­κή του Δελη­γιαν­νί­δη και ‑στο ένα- στί­χους του Σιδη­ρό­που­λου. Στις εμφα­νί­σεις τους έπαι­ζαν πέντε κομ­μά­τια τα οποία θα κυκλο­φο­ρού­σαν σε δίσκο, κάτι που όμως δεν έγι­νε ποτέ. Γι’αυ­τό το υλι­κό, είχε μιλή­σει ο Παύ­λος, το Φλε­βά­ρη του 1973: «Όλα τα κομ­μά­τια στη­ρί­ζο­νται στη δημο­τι­κή μου­σι­κή και το κλα­σι­κό ροκ και ένα από αυτά έχει προ­κλα­σι­κά στοι­χεία. Είναι «Το ξέρεις θα ’μαι μακριά» βασι­σμέ­νο στη μακε­δο­νί­τι­κη μου­σι­κή, «Ο Καμπού­ρης», που απο­τε­λεί­ται από δύο μέρη, το ένα από τα οποία είναι βασι­σμέ­νο σε στοι­χεία της προ­ο­δευ­τι­κής τζαζ και «Ο θάνα­τος του Βασι­λιά Σαρ­δό­νιου», πάνω σε στοι­χεία δημο­τι­κά και προ­κλα­σι­κά». [συνέ­ντευ­ξη στην Όλγα Μπα­κο­μά­ρου, περιο­δι­κό Φαντά­ζιο]. Σύμ­φω­να με μετα­γε­νέ­στε­ρες μαρ­τυ­ρί­ες του Παύ­λου, υπήρ­χαν και τα κομ­μά­τια «Η ερη­μι­κή χώρα» και το δημο­τι­κό αφιέ­ρω­μα «Στην Ελευ­θε­ρία». Το τελευ­ταίο, μαζί με το τρα­γού­δι «Ο Καμπού­ρης», είχαν κινη­μα­το­γρα­φη­θεί για τη μονα­δι­κή μου­σι­κή τηλε­ο­πτι­κή εκπο­μπή της επο­χής, Δισκο­θή­κη για νεο­λαία του Νίκου Μαστο­ρά­κη, αλλά δεν προ­βλή­θη­καν ποτέ εξ αιτί­ας της λογο­κρι­σί­ας του χου­ντι­κού καθε­στώ­τος.

Γενι­κό­τε­ρα ως ήχος, τα Μπουρ­μπού­λια, στη μετα­σαβ­βο­που­λι­κή συγκε­κρι­μέ­νη φάση τους, εξέ­φρα­ζαν μια τάση παντρέ­μα­τος της ροκ με την παρα­δο­σια­κή μου­σι­κή και τον ελλη­νι­κό στί­χο. Δια­λύ­ο­νται στις αρχές του 1974, αφού από τις τάξεις τους πέρα­σαν και πολ­λοί άλλοι μου­σι­κοί (Άρης Τασού­λης, Νίκος Πολί­της, Γιάν­νης Σπυ­ρό­που­λος, Γιώρ­γος Κου­βα­ράς).

Συνεργασία με το Γιάννη Μαρκόπουλο

Είναι η επο­χή της μετα­πο­λί­τευ­σης και «η ροκ σκη­νή δεν έχει νόη­μα ύπαρ­ξης πλέ­ον για­τί το πολι­τι­κό τρα­γού­δι κυριαρ­χεί. Οι περισ­σό­τε­ροι μου­σι­κοί ή φεύ­γουν έξω ή σιω­πούν», όπως αφη­γεί­ται ο Σιδη­ρό­που­λος το Σεπτέμ­βριο του ’90 ‑στην τελευ­ταία συνέ­ντευ­ξή του, στο Δημή­τρη Δημη­τρά­κα και τον Rock FM. Προ­κει­μέ­νου να κάνει ο,τιδήποτε άλλο τότε, δού­λε­ψε για κάποιους μήνες στο εργο­στά­σιο του πατέ­ρα του, αλλά φαί­νε­ται πως δεν το άντε­χε. Κάπου εκεί και μέσα στη δημιουρ­γι­κή απελ­πι­σία του, συμ­φω­νεί να συνερ­γα­στεί με το συν­θέ­τη Γιάν­νη Μαρ­κό­που­λο, ο οποί­ος ήρθε σε επα­φή μαζί του μέσω του Π. Ζέρ­βα, ιδιο­κτή­τη των κλαμπ Κύτ­τα­ρο και Ροντέο. Ο Σιδη­ρό­που­λος συνερ­γά­στη­κε με το Μαρ­κό­που­λο από το 1974 έως το 1976, ως σατι­ρι­κός τρα­γου­δι­στής και ηθο­ποιός. Μετά τις πρώ­τες πρό­βες, ο Παύ­λος θυμό­ταν πως «ο Μαρ­κό­που­λος σχε­δόν απα­γό­ρε­ψε στον οποιον­δή­πο­τε φίλο του να με πλη­σιά­σει. Με σύστη­νε πάντα με χαμό­γε­λο ως ο ροκ επι­κίν­δυ­νος τρό­πος ζωής, αλλά φαί­νε­ται ότι ασκού­σα κάποια έλξη απά­νω του γι αυτόν ακρι­βώς τον τρο­πο της ζωής». Συμ­με­τεί­χε σε τρεις δίσκους του Γιάν­νη Μαρ­κό­που­λου:

  • «Θεσ­σα­λι­κός Κύκλος» (1974, ΕΜΙ), με τα τρα­γού­δια «Εισα­γω­γή – Τελά­λης», «Το τηλέ­φω­νο» (μαζί με τη Λιζέτ­τα Νικο­λά­ου), «Η Βασί­λω» και «Το Γράμ­μα» (μαζί με το Λάκη Χαλ­κιά).
  • «Ανε­ξάρ­τη­τα» (1975, ΕΜΙ), με το σκω­πτι­κό τρα­γού­δι «Τού­μπου Τού­μπου Ζα» (μαζί με το Λάκη Χαλ­κιά) και
  • «Ορο­πέ­διο» (1976, ΕΜΙ), όπου ερμή­νευ­σε το «Δεν Ήρθα σαν Ξένος» σε ποί­η­ση Μιχά­λη Κατσα­ρού (με τη συμ­βο­λή του κιθα­ρί­στα Γιάν­νη Σπά­θα των Socrates).

Στις 4 & 6 Οκτω­βρί­ου του 1976, ο Παύ­λος συμ­με­τεί­χε στις συναυ­λί­ες του Μαρ­κό­που­λου στο Ηρώ­δειο, οι οποί­ες ηχο­γρα­φού­νται ‑αλλά θα μεί­νουν στο ράφι για δύο δεκα­τί­ες και πλέ­ον, μέχρι το 1990 που κυκλο­φο­ρεί το διπλό άλμπουμ «Η Συναυ­λία στο Ηρώ­δειο». Με τις συναυ­λί­ες αυτές ολο­κλη­ρώ­νε­ται ο πρώ­τος κύκλος συνερ­γα­σί­ας του Σιδη­ρό­που­λου με το Μαρ­κό­που­λο. Στα τέλη του 1986, ο Παύ­λος συνερ­γά­ζε­ται ξανά με το συν­θέ­τη για το δίσκο «Τολ­μη­ρή Επι­κοι­νω­νία», όπου ερμη­νεύ­ει τα τρα­γού­δια «Μάθε το Ζήτω», «Ώρα Μηδέν» (μαζί με τη Μαρία Φωτί­ου), «Παπα­ντόπ Ντοπ Ντοπ» (μαζί με το συν­θέ­τη), «Ηλε­κτρι­κός Θησέ­ας» (μαζί με τη Μαρία Φωτί­ου), ενώ απαγ­γέ­λει και τα ποι­ή­μα­τα «Γραμ­μή ανοι­χτή» του Δημή­τρη Βάρου και «Σκη­νή της αφί­ξε­ως στη Γένο­βα» του Γιώρ­γου Χρο­νά.

Για την περί­ο­δο εκεί­νη και τη συνερ­γα­σία αυτή, ο Παύ­λος εξη­γού­σε -το Μάιο του 1979: «Δεν ήμουν δημιουρ­γός. Ήταν μια εμπει­ρία ως εκτε­λε­στής. (…) στην αρχή μπή­κα ασυ­νεί­δη­τα στο χώρο του Μαρ­κό­που­λου, αλλά στην πορεία επά­νω μπή­κα συνει­δη­τά. Ήταν μια εμπει­ρία αυτό που λένε σύγ­χρο­νο ελλη­νι­κό τρα­γού­δι, που δεν μου πρό­σφε­ρε καμία συγκί­νη­ση ή πολύ ελά­χι­στες» [συνέ­ντευ­ξη στο περιο­δι­κό Μου­σι­κή, τεύ­χος 18]. Η συνερ­γα­σία του με τον Γιάν­νη Μαρ­κό­που­λο, δεν ήταν παρά ένα διά­λειμ­μα στις προ­σω­πι­κές και καλ­λι­τε­χνι­κές του ανη­συ­χί­ες και ενώ είχε πρό­τα­ση να συνε­χί­σει, μαζί με τη Βίκυ Μοσχο­λιού, ο Παύ­λος αρνή­θη­κε, επι­στρέ­φο­ντας ορι­στι­κά και αμε­τά­κλη­τα στον αυθε­ντι­κό ροκ ήχο και ουσια­στι­κά στον ίδιο του τον εαυ­τό. Η χρο­νι­κή περί­ο­δος αυτή ταυ­τί­ζε­ται με το δημιουρ­γι­κό διά­στη­μα κατά το οποίο ο Σιδη­ρό­που­λος έγρα­ψε τους στί­χους και τη μου­σι­κή του πρώ­του μεγά­λου δίσκου του, «Φλου».

Σπυριδούλα

Στα τέλη του 1977, ο Σιδη­ρό­που­λος, έχο­ντας ήδη έτοι­μο το υλι­κό για το δίσκο «Φλου», γνω­ρί­ζε­ται με τους Σπυ­ρι­δού­λα (1, 2, 3), οι οποί­οι τότε ήταν ένα νέο ροκ συγκρό­τη­μα ‑είχαν δημιουρ­γη­θεί το Σεπτέμ­βριο εκεί­νης της χρο­νιάς από τους αδερ­φούς Σπυ­ρό­που­λους, Βασί­λη και Νίκο, αλλά μέσω των συχνών ζωντα­νών εμφα­νί­σε­ων είχαν ήδη γίνει γνω­στοί στη ροκ σκη­νή. Άρε­σαν και στον Παύ­λο «για­τί δεν είχαν μεγά­λη τεχνι­κή κατάρ­τι­ση, το παί­ξι­μό τους είχε αίσθη­μα, γου­στά­ρα­νε που παί­ζα­νε, δηλα­δή κινιό­τα­νε το πράγ­μα πάνω στο πάλ­κο» [σε συνέ­ντευ­ξή του στο Λάκη Παπα­δό­που­λο, περιο­δι­κό Ποπ+Ροκ, τεύ­χος 6].

Μέσα στο 1978, Σιδη­ρό­που­λος και Σπυ­ρι­δού­λα δίνουν μαζί συναυ­λί­ες, με τον Παύ­λο αρχι­κά να συμ­με­τέ­χει σε δια­σκευ­ές τρα­γου­διών (κυρί­ως των Rolling Stones). Την άνοι­ξη του ίδιου χρό­νου, ύστε­ρα από ανα­κα­τα­τά­ξεις στο ανθρώ­πι­νο δυνα­μι­κό, το συγκρό­τη­μα κατα­λή­γει στη σύν­θε­ση με την οποία ξεκί­νη­σε τα sessions του «Φλου» (ΕΜΙΑΛ, 1979): ο Παύ­λος στη φωνή και τα κρου­στά, Βασί­λης και Νίκος Σπυ­ρό­που­λος στις ηλε­κτρι­κές και ακου­στι­κές κιθά­ρες (με το Νίκο να παί­ζει επί­σης πλή­κτρα και φλά­ου­το), ο Τόλης Μαστρό­κα­λος στο μπά­σο και ο Ανδρέ­ας Μου­ζα­κί­της πίσω από τα τύμπα­να (ο οποί­ος κατά τη διάρ­κεια των ηχο­γρα­φή­σε­ων, θα δώσει τη θέση του στον Τάσο Φωτο­δή­μο). Το γκρούπ υπο­γρά­φει στην ΕΜΙΑΛ (EMI Columbia) και αρχί­ζει ηχο­γρα­φή­σεις με παρα­γω­γό τον Θόδω­ρο Σαρα­ντή, ενώ ο Μάνος Ξυδούς ανα­λαμ­βά­νει το συντο­νι­σμό. Οι ηχο­γρα­φή­σεις ολο­κλη­ρώ­νο­νται μέσα στο 1978, αλλά ο δίσκος θα κυκλο­φο­ρή­σει το Μάιο του ’79. Στο δίσκο συμ­με­τέ­χουν φίλοι μου­σι­κοί (Δημή­τρης Πολύ­τι­μος, Νίκος Πολί­της, Γιώρ­γος Μαγκλά­ρας κ.α.), ενώ στην ψυχε­δε­λι­κή «Ώρα του Stuff» κάνει φωνη­τι­κά η Δήμη­τρα Γαλά­νη. Αξί­ζει να σημειω­θεί πως το «Φλου» ψηφί­στη­κε από τους συντά­κτες του περιο­δι­κού Ποπ+Ροκ ‑σε σχε­τι­κό αφιέ­ρω­μα τον Οκτώ­βριο του 1992- ως το καλύ­τε­ρο άλμπουμ στην ιστο­ρία της ελλη­νι­κής ροκ σκη­νής.

Μετά από λίγους μήνες ‑και αρκε­τές συναυ­λί­ες για την προ­ώ­θη­ση του δίσκου- η συνερ­γα­σία του Παύ­λου με το συγκρό­τη­μα τελειώ­νει. Έναν από τους λόγους που έπαι­ξαν ρόλο σ’αυ­τό, εξη­γεί δια­κρι­τι­κά ο Σιδη­ρό­που­λος: «Τα παι­διά στη Σπυ­ρι­δού­λα ήθε­λαν μια πιο μαρ­ξι­στι­κή τοπο­θέ­τη­ση. Τα παι­διά θέλα­νε ένα γκρουπ με συγκε­κρι­μέ­νη πολι­τι­κή θέση, πράγ­μα στο οποίο εγώ δε συμ­φω­νού­σα και εκεί βρή­κα­με ότι δεν ται­ριά­ζου­με και στα­μα­τή­σα­με να συνερ­γα­ζό­μα­στε» [συνέ­ντευ­ξη στον Ανδρέα Γιαν­να­κου­λό­που­λο, περιο­δι­κό Μου­σι­κή, Οκτώ­βριος 1982].

Εταιρεία Καλλιτεχνών

Το καλο­καί­ρι του 1979, ο Σιδη­ρό­που­λος έχει μεί­νει χωρίς συγκρό­τη­μα, αλλά δεν χάνει τον ενθου­σια­σμό του. Παί­ζει μαζί με τον Τόλη Μαστρό­κα­λο και τον Θόδω­ρο (Τέρ­ρυ) Παπα­ντί­να (θρυ­λι­κός κιθα­ρί­στας της ροκ σκη­νής της Θεσ­σα­λο­νί­κης ήδη από τα ’70s), τζα­μά­ρο­ντας στο σπί­τι του τελευ­ταί­ου, οπό­τε και απο­φα­σί­ζουν να δημιουρ­γή­σουν σχή­μα. Στη σύν­θε­ση προ­στί­θε­νται ο επί­σης Σαλο­νι­κιός Στίλ­πων Νέστο­ρας (ρυθ­μι­κή κιθά­ρα) και ο Τζί­μης Τζι­μό­που­λος (τύμπα­να). Ο τελευ­ταί­ος προ­τεί­νει να ονο­μα­στεί το γκρουπ Art Associations και ο Σιδη­ρό­που­λος συμ­φω­νεί, αλλά με το όνο­μα να ανα­γρά­φε­ται στα ελλη­νι­κά και …εγέ­νε­το Εται­ρεία Καλ­λι­τε­χνών. Έπαι­ζαν ροκ εν ρολ της δεκα­ε­τί­ας 1955–1965, αλλά και δικά τους κομ­μά­τια, τα οποία αν και σχε­δί­α­ζαν να δισκο­γρα­φή­σουν, αυτό δεν έγι­νε ποτέ. Οι κρι­τι­κές του μου­σι­κού Τύπου για τις εμφα­νί­σεις τους ήταν εντυ­πω­σια­κές ‑ενδει­κτι­κά: «η Εται­ρεία Καλ­λι­τε­χνών έχει μια αρμο­νία που δια­χέ­ει μυστη­ρια­κή συγκί­νη­ση», «ένα κατα­πλη­κτι­κό σύνο­λο με βαθιά αίσθη­ση του ροκ εν ρολ, που κινη­το­ποιεί τον κόσμο και απε­λευ­θε­ρώ­νει τελεί­ως την έντα­ση». Ένα χρό­νο μετά, ο Παύ­λος θα πει για το γκρουπ: «Μπο­ρεί όλοι να ‘μαστε από δια­φο­ρε­τι­κά μου­σι­κά ρεύ­μα­τα επη­ρε­α­σμέ­νοι, αλλά τα μου­σι­κά αυτά ρεύ­μα­τα είναι του ροκ εν ρολ και όλοι μας γου­στά­ρου­με να παί­ζου­με ροκ εν ρολ». Όμως, αυτά τα δια­φο­ρε­τι­κά μου­σι­κά ρεύ­μα­τα φάνη­καν τελι­κά ισχυ­ρό­τε­ρα και η Εται­ρεία Καλ­λι­τε­χνών δια­λύ­θη­κε μετά από μια βρα­χύ­βια παρου­σία, αφή­νο­ντας πίσω της όλες κι όλες τέσ­σε­ρις ηχο­γρα­φή­σεις, δια­σκευ­ές γνω­στών ροκ κομ­μα­τιών, οι οποί­ες παρέ­με­ναν ανέκ­δο­τες μέχρι πρό­τι­νος, στο αρχείο του Παπα­ντί­να. Πρό­κει­ται για τα τρα­γού­δια ‘You really got me’ των Kinks, ‘So you want to be a Rock ’n’ Roll star’ των Byrds, ‘We gotta get out of this place’ των Barry Mann & Cynthia Weil (γνω­στό από τους Animals) και το ‘As I went out one morning’ του Bob Dylan, ηχο­γρα­φη­μέ­να όλα ζωντα­νά στο αθη­ναϊ­κό club Skylab τον Οκτώ­βρη του ’79.

Ο Σιδη­ρό­που­λος συνε­χί­ζει τις εμφα­νί­σεις του σε ροκ συναυ­λί­ες συνο­δευό­με­νος για λίγο και­ρό από τους ανερ­χό­με­νους Sharp Ties. Κάπου εκεί ‑και πριν τη δημιουρ­γία των Απρο­σάρ­μο­στων- τοπο­θε­τεί­ται χρο­νι­κά η δημιουρ­γία ενός βρα­χύ­βιου σχή­μα­τος που ονο­μα­ζό­ταν Μουρ­μού­ρα και το οποίο απο­τε­λού­σαν παλιοί γνώ­ρι­μοι (Σιδη­ρό­που­λος, Ντάλ­λας, Τζι­μό­που­λος), ο Πιερ Χωρέ­μης και ο Νίκος Γιαν­νά­τος. Θυμά­ται σχε­τι­κά ο Γιαν­νά­τος: «Η Μουρ­μού­ρα έπαι­ξε ένα καλο­καί­ρι στον Φλοί­σβο στο Φάλη­ρο κι έκα­νε μερι­κές σπο­ρα­δι­κές εμφα­νί­σεις εδώ κι εκεί. Απ’ ότι έλε­γαν ο Παπα­ντί­νας και ο Μαστρό­κα­λος που μας είχαν ακού­σει, παί­ζα­με καλά. Μετά ήρθε πάλι η πρέ­ζα, το γκρούπ δια­λύ­θη­κε και ο Παύ­λος έβγα­λε το δίσκο Εν Λευ­κώ» [συνέ­ντευ­ξη στον Αντώ­νη Μπο­σκο­ΐ­τη, περιο­δι­κό Οδός Πανός, Μάιος 2011]

Απροσάρμοστοι

Αρχές του 1980, ο Παύ­λος Σιδη­ρό­που­λος βρί­σκε­ται και πάλι στη δια­δι­κα­σία ανα­ζή­τη­σης μου­σι­κών. Όλα δεί­χνουν ότι πλέ­ον ανα­ζη­τά μια μόνι­μη μπά­ντα που να μπο­ρεί να αντα­πο­κρί­νε­ται στο όρα­μά του και να αφο­σιω­θεί σ’αυ­τό το σκο­πό. «Ξέρω πολ­λούς κιθα­ρί­στες που παί­ζουν ροκ εν ρολ, αλλά ποιοι είναι ροκε­ντρο­λί­στες; Η γενιά του ’70 όσον αφο­ρά το ροκ εν ρολ είναι τελειω­μέ­νη» έλε­γε σε συνέ­ντευ­ξή του στον Τάσο Ψαλ­τά­κη [περιο­δι­κό Μου­σι­κό Εξπρές, τεύ­χος 26, Δεκέμ­βριος 1980]. Αυτός είναι και ο λόγος που επι­λέ­γει νέα παι­διά για το συγκρό­τη­μα που φτιά­χνει, «για­τί υπάρ­χει όρε­ξη… και ύστε­ρα είναι όλοι σε καλή φυσι­κή κατά­στα­ση. Πολ­λοί από τους παλιούς μου­σι­κούς δεν είναι σε καλή κατά­στα­ση. Η φυσι­κή κατά­στα­ση παί­ζει πολύ μεγά­λο ρόλο. Για να χεις όρε­ξη να κάνεις κάτι, δηλα­δή, κι όχι να ψάχνεις να βρεις χαμέ­νες… παι­δι­κές ευτυ­χί­ες…».

Ο Παύ­λος δοκι­μά­ζει αρκε­τούς μου­σι­κούς και σιγά-σιγά δια­μορ­φώ­νε­ται η τελι­κή σύν­θε­ση της ομά­δας που θα ηχο­γρα­φή­σει τον επό­με­νο δίσκο. Λέει ο ίδιος, την άνοι­ξη του ’82, πως «έχο­ντας αλλά­ξει και γω δεν ξέρω πόσους μπα­σί­στες και ντρά­μερ, φτιά­χνω το σημε­ρι­νό μου γκρουπ, τους Απρο­σάρ­μο­στους. Τώρα πια το γκρουπ είναι έτοι­μο και, όπως ξέρεις, σύντο­μα θα κυκλο­φο­ρή­σου­με ένα δίσκο, που θα λέγε­ται «Εν Λευ­κώ» και που η μου­σι­κή και οι στί­χοι του είναι δικοί μου. Όπως βλέ­πεις δεν πολυ­κα­θό­μου­να αυτό τον και­ρό, αλλά το μυα­λό μου στο βάθος βάθος του ήταν πάντα εκεί»[συνέντευξη στον Άκη Λαδι­κό, περιο­δι­κό Phenomenon, τεύ­χος 4].

Το συγκρό­τη­μα Απρο­σάρ­μο­στοι απο­τε­λού­σαν οι: Οδυσ­σέ­ας Γαλα­νά­κης (ηλε­κτρι­κή κιθά­ρα), Βασί­λης Πετρί­δης (ηλε­κτρι­κή κιθά­ρα), Αλέ­κος Αρά­πης (μπά­σο) και Κυριά­κος Δαρί­βας (τύμπα­να) ‑αν και στο «Εν Λευ­κώ» τύμπα­να έπαι­ξε ο Άκης Σημη­ριώ­της, μιας και ο Δαρί­βας υπη­ρε­τού­σε τη στρα­τιω­τι­κή θητεία του. Το Μάρ­τιο του ’82, ο Σιδη­ρό­που­λος έρχε­ται σε νέα συμ­φω­νία με την ΕΜΙ και ξεκι­νούν οι ηχο­γρα­φή­σεις του δίσκου, στο στού­ντιο του Στα­μά­τη Σπα­νου­δά­κη. Το «Εν Λευ­κώ» (ΕΜΙ, 1985)κυκλοφορεί τον ίδιο χρό­νο, προ­κα­λώ­ντας αντι­δρά­σεις ‑ακό­μα και την παρέμ­βα­ση της λογο­κρι­σί­ας.

Οι Απρο­σάρ­μο­στοι χωρί­ζουν πρό­σκαι­ρα με τον Παύ­λο στα τέλη του ’82 και ο Παύ­λος τρα­γου­δά­ει τα blues που τόσο του άρε­σαν, με τους BUM (Blue United Musicians), στο Ροντέο. Ο ίδιος παρα­δε­χό­ταν πως ως νέος δεν είχε καμία σχέ­ση με το βαρύ blues του Muddy Waters ή του Howlin’ Wolf «για­τί δεν είχα τρα­βή­ξει τίπο­τα ακό­μα. Ήμου­να πιτσι­ρι­κάς. Δεν με αντι­προ­σώ­πευε καθη­με­ρι­νά στη ζωή μου αυτό το πράγ­μα, αλλά ταυ­τό­χρο­να κάτι μου ‘λεγε ότι “στα λέω για­τί μπο­ρεί να ‘ρθου­νε κι αυτά έξω από την πόρ­τα σου κάπο­τε”… […] Και με ξένι­ζε αυτό το μαύ­ρο, το μου­ντό, το βαρύ πράγ­μα, αλλά ταυ­τό­χρο­να με γοή­τευε αφά­ντα­στα. Για­τί εγώ δεν είμαι ροκεν­ρο­λί­στας από γεν­νη­σι­μιού μου. Είχα ευτυ­χι­σμέ­να παι­δι­κά χρό­νια. Αλλά το διά­λε­ξα σαν τρό­πο ζωής και ό,τι τρά­βη­ξα μετά, το τρά­βη­ξα επει­δή το ‘θελα, όχι επει­δή οδη­γή­θη­κα προς τα’κει.» [συνέ­ντευ­ξη στο Νίκο Πολί­τη, περιο­δι­κό Ήχος, Μάιος 1981]

Ο Σιδη­ρό­που­λος ψάχνει παράλ­λη­λα για συγκρό­τη­μα, μιας και οι Απρο­σάρ­μο­στοι «αφού μάθα­νε όσα θέλα­νε και δέθη­καν, θεώ­ρη­σαν τους εαυ­τούς τους φίρ­μες. Έτσι, κάποια στιγ­μή, με είπαν αυταρ­χι­κό, από­λυ­το κλπ. Μετά απ’ αυτά, για τελεί­ως προ­σω­πι­κούς λόγους δηλα­δή, διέ­κο­ψα τις επα­φές μου μαζί τους. Μόνο ο Βασί­λης Πετρί­δης, ένας σπου­δαί­ος κιθα­ρί­στας και πραγ­μα­τι­κός γνώ­στης της κιθά­ρας ήρθε μαζί μου». Τελι­κά όμως, οι Απρο­σάρ­μο­στοι τα ξανα­βρί­σκουν με τον Παύ­λο και θα παρα­μεί­νουν μαζί του μέχρι το τέλος. Αργό­τε­ρα, στο συγκρό­τη­μα συμ­με­τεί­χαν περι­στα­σια­κά ο κιθα­ρί­στας Σπύ­ρος Σού­κης και μόνι­μα ο Λου­κάς Γκέ­κας στα πλή­κτρα.

Τον Απρί­λιο του 1984, ξεκι­νούν οι ηχο­γρα­φή­σεις για το άλμπουμ «Zorba the Freak» (ΕΜΙ, 1985). Πλέ­ον, Παύ­λος Σιδη­ρό­που­λος + Απρο­σάρ­μο­στοι = (αλλά­ξα­νε) Zorba the Freak. Ο Δημή­τρης Που­λι­κά­κος ανα­λαμ­βά­νει την παρα­γω­γή της ηχο­γρά­φη­σης, ενώ πολ­λοί φίλοι μου­σι­κοί, συν­δρά­μουν σε ένα παρεϊ­στι­κο κλί­μα ‑μου­σι­κοί όπως ο κιθα­ρί­στας Δήμης Παπα­χρή­στου (1953 – 2008), ο πιανίστας–οργανίστας Δημή­τρης Πολύ­τι­μος, ο σαξο­φω­νί­στας David Lynch, ο Γιάν­νης Γιο­κα­ρί­νης, ο Πέτρος Σκού­τα­ρης των Sharp Ties κ.α. Ο δίσκος κυκλο­φο­ρεί στα μέσα του 1985 και περιέ­χει ορι­σμέ­να από τα πλέ­ον δημο­φι­λή τρα­γού­δια που έγρα­ψε και ερμή­νευ­σε ο Παύ­λος, όπως τα «R’ N’ R Στο κρε­βά­τι», «Άντε και καλή τύχη μάγκες», «Μίκη Μάου(ς)», καθώς και ανα­θε­ω­ρη­μέ­νες εκτε­λέ­σεις σε παλιό­τε­ρα κομ­μά­τια του («Απο­γο­ή­τευ­ση», «Το ΄69»), ενώ για πρώ­τη φορά γρά­φει και τρα­γου­δά­ει στα αγγλι­κά ‑στο blues κομ­μά­τι «Clown».

Με τους Απρο­σάρ­μο­στους, ο Σιδη­ρό­που­λος πραγ­μα­το­ποιεί όλα αυτά τα χρό­νια πολ­λές συναυ­λί­ες ‑σε ιστο­ρι­κά κλαμπ (Αν, Ροντέο, Cinema, Μετρό, Κύτ­τα­ρο κ.α.), κινη­μα­το­γρά­φους, φεστι­βάλ, εκδη­λώ­σεις δια­μαρ­τυ­ρί­ας, ακό­μα και στη Μπιε­νά­λε της Βαρ­κε­λώ­νης. Μια από αυτές τις συναυ­λί­ες ‑το Φλε­βά­ρη του 1989 στη μου­σι­κή σκη­νή Μετρό- απο­τυ­πώ­νε­ται στη δισκο­γρα­φι­κή κυκλο­φο­ρία «Χωρίς Μακι­γιάζ» (ΜΒΙ, 1989), η οποία απο­τέ­λε­σε το τελευ­ταίο εν ζωή άλμπουμ για το Σιδη­ρό­που­λο και το μονα­δι­κό ζωντα­νά ηχο­γρα­φη­μέ­νο. Ο δίσκος περιεί­χε κυρί­ως κομ­μά­τια που παρ’ό­τι παί­ζο­νταν συχνά στις συναυ­λί­ες, δεν είχαν δισκο­γρα­φη­θεί ποτέ πριν. Παρα­γω­γός ήταν ο στε­νός φίλος του Παύ­λου, Πάνος Ηλιό­που­λος, ο οποί­ος μέσω της δισκο­γρα­φι­κής ετι­κέ­τας Η Πόρ­τα Που Ανοί­γει, ήταν και ο μόνος που επι­με­λή­θη­κε και μετά το θάνα­το του Παύ­λου την κυκλο­φο­ρία άλλων ηχο­γρα­φή­σε­ων από ζωντα­νές εμφα­νί­σεις του.

Ευρύτερη Καλλιτεχνική Δραστηριότητα

Ως ηθοποιός

Στην τελευ­ταία συνέ­ντευ­ξή του ‑στο Δημή­τρη Δημη­τρά­κα, στο Rock FM- ο Σιδη­ρό­που­λος με σαρ­κα­σμό ομο­λο­γεί ότι κάποια περί­ο­δο θέλη­σε να ασχο­λη­θεί με την ηθο­ποι­ία. Η συμ­με­το­χή του στην ται­νία του Ανδρέα Θωμό­που­λου «Ο ασυμ­βί­βα­στος», τον είχε δελε­ά­σει.
Οι πρώ­τες του εμφα­νί­σεις ως ηθο­ποιός έγι­ναν την επο­χή του Μαρ­κό­που­λου, όπου τρα­γου­δώ­ντας στο πάλ­κο, ζωντά­νευε θεα­τρι­κά, ευρη­μα­τι­κά και με χιού­μορ το περιε­χό­με­νο των τρα­γου­διών. Ο Μαρ­κό­που­λος εκεί­νη την επο­χή είχε γρά­ψει και τη μου­σι­κή στο παι­δι­κό έργο «Ντε­νε­κε­δού­πο­λη» της Ευγε­νί­ας Φακί­νου, ένα πρω­τό­τυ­πο κου­κλο­θέ­α­τρο από ντε­νε­κε­δά­κια. Η Φακί­νου, το 1977, όταν ανέ­βα­σε στο θέα­τρο Κάβα το έργο της Στο Κουρ­δι­στάν σε μου­σι­κή Χρή­στου Λεο­ντή, χρειά­στη­κε έναν ηθο­ποιό. Ο Μαρ­κό­που­λος της πρό­τει­νε τον Παύ­λο και τους έφε­ρε σε επα­φή. Συνερ­γά­στη­καν στις παρα­στά­σεις του συγκε­κρι­μέ­νου έργου με τον Παύ­λο να υπο­δύ­ε­ται τον «Μπουλ­ντό­ζα». Χαρα­κτη­ρι­στι­κή για το κλί­μα της επο­χής, αλλά και για την άτυ­πη αντι­πα­λό­τη­τα μετα­ξύ πολι­τι­κού τρα­γου­διού και ροκ είναι η ακό­λου­θη μαρ­τυ­ρία του συν­θέ­τη Χρή­στου Λεο­ντή: «Ήμουν τόσο απορ­ρο­φη­μέ­νος με την κατα­σκευή του ήχου της παρά­στα­σης, εφό­σον οι τεχνι­κές συν­θή­κες ήταν άθλιες, που δυστυ­χώς δεν είχα το χρό­νο να δου­λέ­ψω περισ­σό­τε­ρο με τους ηθο­ποιούς-τρα­γου­δι­στές του έργου. Θυμά­μαι ότι με ένα κασε­τό­φω­νο της κακιάς ώρας και με έναν μετρο­νό­μο προ­σπα­θού­σα να ανα­δεί­ξω τον ήχο των ρολο­γιών-ξυπνη­τη­ριών, που ήταν πολύ βασι­κός για τη δρα­μα­τουρ­γι­κή εξέ­λι­ξη. Βέβαια, θυμά­μαι και τον Σιδη­ρό­που­λο σαν μία ευγε­νι­κή φυσιο­γνω­μία που τρα­γού­δη­σε το κομ­μά­τι που είχα γρά­ψει για τον «Μπουλ­ντό­ζα», τον κακό χαρα­κτή­ρα της παρά­στα­σης. Δεν μας δόθη­κε η ευκαι­ρία περαι­τέ­ρω συνερ­γα­σί­ας, ούτε καν προ­σω­πι­κής γνω­ρι­μί­ας. Εγώ άλλω­στε ήμουν από­λυ­τα ταγ­μέ­νος τότε στο πολι­τι­κό τρα­γού­δι, ενώ εκεί­νος στο αμε­ρι­κα­νό­φερ­το είδος, το λεγό­με­νο ροκ. Και ροκ με πολι­τι­κό τρα­γού­δι δεν τα έβρι­σκαν ιδιαί­τε­ρα». Από τις παρα­στά­σεις εκεί­νες δεν υπάρ­χει καμία ηχο­γρά­φη­ση, ούτε φωτο­γρα­φία. Ωστό­σο, οι τελευ­ταί­ες φρά­σεις του Χρή­στου Λεο­ντή δεν θα έβρι­σκαν από­λυ­τα σύμ­φω­νο τον Παύ­λο. Ο ίδιος υπήρ­ξε ένα ευρέ­ως πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νο άτο­μο που μέσα από το ροκ εξέ­φρα­ζε την επα­να­στα­τι­κό­τη­τα του. Γι’ αυτές του τις ιδέ­ες, ερχό­ταν σε ρήξη με πολ­λούς στρα­τευ­μέ­νους συν­θέ­τες της επο­χής, θεω­ρώ­ντας πως η κραυ­γα­λέα επα­να­στα­τι­κό­τη­τα των στί­χων που χρη­σι­μο­ποιού­σαν, κατέ­λη­γε να μην είναι γνή­σια επα­να­στα­τι­κή. Κάτι σχε­τι­κό είχε δηλώ­σει στον συγ­γρα­φέα-δημο­σιο­γρά­φο Μισέλ Φάις, τον Σεπτέμ­βριο του 1990, για το περιο­δι­κό ΗΧΟΣ & Hi-Fi: «Το ροκ στην Ελλά­δα ακό­μα είναι επα­να­στα­τι­κό είδος. Δεν έχει χάσει τον κοι­νω­νι­κό του ρόλο. Ανε­βαί­νεις στο πάλ­κο και βλέ­πεις ότι ο άλλος έρχε­ται ανοι­χτός να σε ακού­σει για τα καθη­με­ρι­νά του προ­βλή­μα­τα».

Το 1977 ο Αντρέ­ας Θωμό­που­λος, γνω­στός ήδη στους αντερ­γκρά­ουντ μου­σι­κούς και κινη­μα­το­γρα­φι­κούς κύκλους της επο­χής από το φιλμ «Αλδε­βα­ράν» του 1976, γρά­φει το σενά­ριο της επό­με­νης ται­νί­ας του με τελι­κό τίτλο “Ο Ασυμ­βί­βα­στος”. Η μου­σι­κή της ται­νί­ας είναι του Γιώρ­γου Θεο­δω­ρά­κη. Στην ται­νία περιέ­χο­νται και τα τρα­γού­δια «Να μ’ αγα­πάς», «Μη μου μιλάς για τίπο­τα» «Στον Ύπνο μου», «Τι να σου πω» σε στί­χους και μου­σι­κή του Αντρέα Θωμό­που­λου καθώς και το τρα­γού­δι «Κάπο­τε θά ‘ρθουν» σε μου­σι­κή Μίκη Θεο­δω­ρά­κη και στί­χους Λευ­τέ­ρη Παπα­δό­που­λου. Τα γυρί­σμα­τα της ται­νί­ας έγι­ναν το 1977 με πρω­τα­γω­νι­στή τον Σιδη­ρό­που­λο, ο οποί­ος και ερμη­νεύ­ει τα τρα­γού­δια της ται­νί­ας (το «Τι να σου πω» ηχο­γρα­φή­θη­κε και με τη φωνή του Γιώρ­γου Θεο­δω­ρά­κη). Ο Σιδη­ρό­που­λος στην τελευ­ταία του συνέ­ντευ­ξη στον Δημή­τρη Δημη­τρά­κα για τον ROCK FM θα πει σχε­τι­κά: «Με πήρε μια μέρα ο Αντρέ­ας τηλέ­φω­νο και μου λέει: Έχω γρά­ψει ένα έργο για πάρ­τη σου, μοιά­ζει πολύ με τη ζωή σου. Το βρή­κα λίγο μελό είναι η αλή­θεια, αλλά ο Αντρέ­ας μου είπε ότι στο δρό­μο θα αλλά­ξει θα το κάνου­με πιο πει­στι­κό και πιο ανθρώ­πι­νο, αλλά δεν έγι­νε. Το έκα­να με μαύ­ρη καρ­διά είναι η αλή­θεια». Είναι σχε­δόν σίγου­ρο πως με την παρα­πά­νω μαρ­τυ­ρία του, ο Παύ­λος ανα­φε­ρό­ταν στην ανα­προ­σαρ­μο­γή του σενα­ρί­ου της ται­νί­ας πάνω στον χαρα­κτή­ρα του και την ιδιο­συ­γκρα­σία του από τον σκη­νο­θέ­τη. (από δω και κάτω μπαί­νει στο κομ­μά­τι «Μαρ­τυ­ρί­ες» ή «Είπαν για τον Παύ­λο») Ο ίδιος ο Ανδρέ­ας Θωμό­που­λος σε συνέ­ντευ­ξη του στον Αντώ­νη Μπο­σκο­ΐ­τη για περιο­δι­κό «Δίφω­νο» (Δεκέμ­βριος 2008) θυμά­ται την πρώ­τη γνω­ρι­μία του με τον Σιδη­ρό­που­λο, αλλά και τη «μοί­ρα» της ται­νί­ας του, όταν βγή­κε στις αίθου­σες: «Το 1977 έκα­να δια­φη­μι­στι­κές ται­νί­ες. Ένας συνερ­γά­της μου, ο Τόλης Μαστρό­κα­λος, εκτός από καλός βοη­θός σκη­νο­θέ­τη και μπα­σί­στας (έπαι­ζε με τη Σπυ­ρι­δού­λα), ήταν και καλός φίλος του Παύ­λου. Ένα ζεστό βρά­δυ με επι­σκέ­φτη­κε με τον Παύ­λο για καφέ και μεί­να­με για ώρες, στο μπαλ­κό­νι στο Παγκρά­τι, με δύο κιθά­ρες, μία φυσαρ­μό­νι­κα και κάμπο­σο τσί­που­ρο. Με τον Παύ­λο, ανά­με­σα στα τρα­γού­δια που του ‘παι­ξα και του ‘παι­ξα, ανταλ­λά­ξα­με μυθο­λο­γί­ες. Εντυ­πω­σιά­στη­κα απ’ τη συγκρο­τη­μέ­νη σκέ­ψη, την ακρί­βεια στο λόγο του, τη φωτο­γέ­νεια και την ευκο­λία του να ακού­ει ένα άγνω­στο τρα­γού­δι και να το παί­ζει αμέ­σως. Όταν χωρί­σα­με εκεί­νο το βρά­δυ, ήμουν σίγου­ρος πως με τον χαρι­σμα­τι­κό αυτόν άνθρω­πο, θα φτιά­χνα­με κάτι μαζί. Είχα ήδη αρχί­σει να γρά­φω το σενά­ριο της επό­με­νης ται­νί­ας, που είχε προ­σω­ρι­νό τίτλο το διφο­ρού­με­νο Εύκο­λος δρό­μος. Στη συνέ­χεια έγι­νε Ασυμ­βί­βα­στος. Οι κρι­τι­κές δεν ήταν καλές. Ως προς τον κόσμο, σε κάποιους άρε­σε, ενώ κάποιοι άλλοι μίλη­σαν για ται­νία αδιά­φο­ρη. Άρε­σε όμως στη Γερ­μα­νία και παί­χτη­κε σε εφτά κανά­λια εκεί και σε ένα φεστι­βάλ στο Κάρ­λο­βυ Βάρι της τότε Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας βρή­κε οπα­δούς και τρυ­φε­ρούς συγ­γε­νείς. Μετά το θάνα­το του Παύ­λου, πολ­λοί πια μιλούν γι’ αυτή την ται­νία που απέ­κτη­σε μυθι­κές δια­στά­σεις. Τέλος, το Να μ’ αγα­πάς, το τρα­γού­δι-ορό­ση­μο της ται­νί­ας, προ­ϋ­πήρ­χε. Γρά­φτη­κε ένα χρό­νο πριν από την ται­νία, για την Ηρώ, τη γυναί­κα μου και μητέ­ρα των παι­διών μου».
Η ται­νία συμ­με­τεί­χε στο Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης του 1978 και ένα χρό­νο μετά κυκλο­φό­ρη­σε από τη Lyra ο δίσκος με τη μου­σι­κή και τα τρα­γού­δια της ται­νί­ας. Σε ότι αφο­ρά το Κάπο­τε θα ‘ρθουν, από την, μόλις πέντε λεπτών, συνά­ντη­ση του με τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, με αφορ­μή το τρα­γού­δι αυτό, ο Παύ­λος θα εμπνευ­στεί για το κεί­με­νο-κατα­πέλ­τη που ηχο­γρά­φη­σε στο σπί­τι του και κυκλο­φό­ρη­σε το 1994 στο μετα­θα­νά­τιο άλμπουμ του, Εν αρχή ην ο λόγος.
Ο Παύ­λος εμφα­νί­στη­κε και στην τηλε­ό­ρα­ση ως ηθο­ποιός, το 1982, στο σήριαλ Οικο­γέ­νεια Ζαρ­ντή που σκη­νο­θέ­τη­σε για την ΕΡΤ‑1 ο Κώστας Φέρ­ρης. Ο ίδιος ο Φέρ­ρης για τη συμ­με­το­χή του Παύ­λου στο σήριαλ θα γρά­ψει. «Σ’ έναν πολύ ωραίο ρόλο… ενός οπιο­μα­νούς γαλ­λο­θρεμ­μέ­νου αστού στις αρχές του αιώ­να. Σε μία σκη­νή του σήριαλ έπαι­ζε κιθά­ρα για να τρα­γου­δή­σει η Σωτη­ρία Λεο­νάρ­δου το Summertime που της δίδα­ξε ο Που­λι­κά­κος! Ακό­μα, τη μου­σι­κή της σει­ράς έγρα­ψε ο Σταύ­ρος Λογα­ρί­δης. Αυτά κυρί­ως για να κατα­φα­νεί ο σύν­δε­σμος που κρα­τού­σε αυτή τη γενιά σε διαρ­κή επα­φή σαν μια οικο­γέ­νεια με τα καλά και τα κακά».
Παρό­λο που ο Παύ­λος δεν ήταν επαγ­γελ­μα­τί­ας ηθο­ποιός, η τέχνη της υπο­κρι­τι­κής τον είχε κερ­δί­σει τόσο, ώστε, στην προ­σπά­θειά του να την κατα­νο­ή­σει, έφτα­σε ν’ ανα­λύ­σει σε βάθος ακό­μα και τον τρό­πο διδα­σκα­λί­ας της.

Ως συγγραφέας

Το χαρα­κτη­ρι­στι­κό του καλ­λι­τέ­χνη Παύ­λου Σιδη­ρό­που­λου ήταν ότι έγρα­φε συνε­χώς! Σε οποιο­δή­πο­τε άδειο χαρ­τί, από­κομ­μα, μπλοκ, έστω και σε μισή κενή κόλ­λα που μπο­ρεί να βρι­σκό­ταν μπρο­στά του, θα απο­τύ­πω­νε κάποια σκέ­ψη του, κάποιο συναί­σθη­μα του. Ο Σιδη­ρό­που­λος δεν έγρα­ψε μόνο στί­χους, αλλά και ποι­ή­μα­τα, ημι­τε­λή θεα­τρι­κά έργα καθώς και κεί­με­να με πολι­τι­κές και φιλο­σο­φι­κές από­ψεις. Διά­βα­ζε, ιδιαί­τε­ρα ποί­η­ση, αλλά και φιλο­σο­φία. Συχνά κατα­πια­νό­ταν με τη συγ­γρα­φή διη­γη­μά­των, τα οποία όμως δεν ολο­κλή­ρω­σε ποτέ. Έχει σημα­σία να ανα­φέ­ρου­με πόσο καθο­ρι­στι­κές υπήρ­ξαν για τον στι­χουρ­γό-ποι­η­τή Παύ­λο οι επιρ­ρο­ές του από το κίνη­μα της αμε­ρι­κα­νι­κής beat λογο­τε­χνί­ας (κυρί­ως από τον Allen Ginsberg, κατά τον ίδιο τον Παύ­λο), χωρίς ν’ αφή­σου­με εκτός, τη λεγό­με­νη rock subculture με βασι­κό­τε­ρο εκφρα­στή της τον Lou Reed. Δεν έλει­παν ακό­μη οι στι­χουρ­γι­κές παρα­πο­μπές του Παύ­λου σε σημα­ντι­κούς Έλλη­νες ποι­η­τές: στον Μανώ­λη Ανα­γνω­στά­κη, τον «Ποι­η­τή της Ήττας», στο κομ­μά­τι του, «Οι σοβα­ροί κλό­ουν» από το Φλου. Αγα­πού­σε ιδιαί­τε­ρα τον Σεφέ­ρη, τον οποίο θεω­ρού­σε ποι­η­τή παγκό­σμιας εμβέ­λειας, τον Οδυσ­σέα Ελύ­τη για την ελλη­νι­κό­τη­τα της γρα­φής του, τον Τάκη Σινό­που­λο, το Νίκο Καρού­ζο, και από τη νεό­τε­ρη γενιά τον Γιώρ­γο Χρο­νά και τον Δημή­τρη Βάρο. Επί­σης ανέ­φε­ρε ως συνει­δη­τή επιρ­ροή του τον Διο­νύ­ση Σαβ­βό­που­λο και τη στι­χουρ­γι­κή του, επει­δή στην ηλι­κία των 20 ετών ήταν ο μόνος άνθρω­πος που εξέ­φρα­σε τις υπο­ψί­ες του για το κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον στην Ελλά­δα.
Ώρι­μος πια ο Σιδη­ρό­που­λος, το Σεπτέμ­βριο του 1990 θα πει σε συνέ­ντευ­ξη στον Μισέλ Φάις για το περιο­δι­κό ΗΧΟΣ & Hi-Fi: «Νιώ­θω περισ­σό­τε­ρο στι­χουρ­γός παρά μου­σι­κός». Φρά­ση του Παύ­λου που μέσα σε δυο αρά­δες συνο­ψί­ζει όλη του την οπτι­κή για αυτό το σημα­ντι­κό κομ­μά­τι της δημιουρ­γί­ας του.

Το τέλος

Το φθι­νό­πω­ρο του 1979, όταν ο Παύ­λος ήταν 31 ετών, ξεκί­νη­σε η σχέ­ση του με την ηρω­ί­νη. Η καλ­λι­τε­χνι­κή του πορεία μετρού­σε ήδη εννιά χρό­νια και η δημιουρ­γι­κό­τη­τά του, το έργο του και η προ­σω­πι­κό­τη­τά του είχαν για τα καλά απο­κα­λυ­φθεί. Στην αρχή ο Παύ­λος πιστεύ­ει ότι δεν έχει να χάσει τίπο­τα και ότι θα μπο­ρέ­σει να ξεμπλέ­ξει εύκο­λα. Σύντο­μα σχε­τι­κά αντι­λαμ­βά­νε­ται το αδιέ­ξο­δο, κάτι που φαί­νε­ται άλλω­στε τόσο στους στί­χους των κομ­μα­τιών του όσο και σε συνε­ντεύ­ξεις του. Πολ­λές φορές κάνει προ­σπά­θειες να ξεφύ­γει, και κατορ­θώ­νει για κάποια χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα να είναι «καθα­ρός». Είναι οι περί­ο­δοι που ο Παύ­λος δημιουρ­γεί ξανά και βάζει στό­χους. Δυστυ­χώς, όμως, παρ’ όλες αυτές τις προ­σπά­θειες, που γίνο­νται κυρί­ως ατο­μι­κά και χωρίς ποτέ να εντα­χθεί σε κάποιο πρό­γραμ­μα απο­το­ξί­νω­σης (χαρα­κτη­ρι­στι­κή είναι και η μαρ­τυ­ρία του Πάνου Ηλιό­που­λου στο περιο­δι­κό ΝΤΕΦΙ), τελι­κά δεν θα τα κατα­φέ­ρει. Την άνοι­ξη του 1990 χάνει τη μητέ­ρα του, στην οποία είχε μεγά­λη αδυ­να­μία, γεγο­νός που τον κατα­βάλ­λει. Λίγους μήνες αργό­τε­ρα αντι­με­τω­πί­ζει ένα σοβα­ρό πρό­βλη­μα υγεί­ας με το χέρι του (η διά­γνω­ση του Περι­φε­ρεια­κού Γενι­κού Νοσο­κο­μεί­ου Αθη­νών της 18ης Αυγού­στου του 1990 ήταν «πάρε­ση βρα­χιό­νιου αρι­στε­ρού πλέγ­μα­τος») και η κακή ψυχο­λο­γία του επι­δει­νώ­νε­ται. Παρ’ όλο που η κατά­στα­ση του χεριού του ήταν πολύ σοβα­ρή και πιθα­νώς μη ανα­στρέ­ψι­μη, ετοι­μά­ζει με το συγκρό­τη­μά του, τους Απρο­σάρ­μο­στους, τον και­νούρ­γιο του δίσκο (πρό­κει­ται για το μετα­θα­νά­τιο άλμπουμ Άντε και Καλή Τύχη Μάγκες) και δίνει συναυ­λί­ες.
Σύμ­φω­να με τον Αλέ­κο Αρά­πη, τον μπα­σί­στα των Απρο­σάρ­μο­στων, την προη­γού­με­νη νύχτα του θανά­του του, στις 5 Δεκεμ­βρί­ου του 1990, ο Σιδη­ρό­που­λος έφτα­σε στο στού­ντιο αρκε­τά καθυ­στε­ρη­μέ­νος και σε αλλό­φρο­να κατά­στα­ση τσα­κώ­θη­κε με τους μου­σι­κούς του. Υπάρ­χει και η μαρ­τυ­ρία του φίλου του, παρα­γω­γού Πάνου Ηλιό­που­λου, κατά την οποία εκεί­νο το βρά­δυ ο Παύ­λος προ­σπα­θού­σε απε­γνω­σμέ­να να επι­κοι­νω­νή­σει μαζί του από τηλε­φώ­νου. Για την ακρί­βεια, ο τηλε­φω­νη­τής του Ηλιό­που­λου κατέ­γρα­ψε δεκα­πέ­ντε ανα­πά­ντη­τες κλή­σεις και δεκα­πέ­ντε αντί­στοι­χα φωνη­τι­κά μηνύ­μα­τα από τον Παύ­λο. Στις 6 Δεκεμ­βρί­ου του 1990, βρι­σκό­με­νος στο σπί­τι μιας γνω­στής του στο Νέο Κόσμο, έπε­σε σε κώμα και άφη­σε την τελευ­ταία του πνοή κατά τη μετα­φο­ρά του στον Ευαγ­γε­λι­σμό, χάνο­ντας τη μάχη με την ηρω­ί­νη.

Κηδεύ­τη­κε στις 10 Δεκεμ­βρί­ου του 1990, στο κοι­μη­τή­ριο του Κόκ­κι­νου Μύλου στη Νέα Φιλα­δέλ­φεια, παρου­σία ελά­χι­στων επω­νύ­μων αλλά πλή­θους συγκλο­νι­σμέ­νου και βαθειά θλιμ­μέ­νου κόσμου που είχε κατα­κλί­σει το χώρο για να του πει το τελευ­ταίο αντίο. Σήμε­ρα στον Κόκ­κι­νο Μύλο υπάρ­χει οικο­γε­νεια­κός τάφος στον οποίο βρί­σκο­νται ο Παύ­λος, η μητέ­ρα του και ο πατέ­ρας του, με την προ­το­μή του Παύ­λου που φιλο­τέ­χνι­σε η γλύ­πτρια Δώρα Βου­τσι­νά.

Μελί­να Σιδη­ρο­πού­λου, Ιού­νιος 2011
(δημο­σιο­γρα­φι­κή επι­μέ­λεια, Αντώ­νης Μπο­σκο­ΐ­της)

Παύλος Σιδηρόπουλος
Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να εξασφαλίσει ότι θα έχετε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στην ιστοσελίδα μας. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.
Αποδοχή
Άρνηση