Φλου

Η δια­φή­μι­ση θα τελειώ­σει σε 
Δημιουρ­γία κυμα­το­μορ­φής…
Αυτό το περιε­χό­με­νο είναι ιδιω­τι­κό
Εισα­γά­γε­τε έγκυ­ρο κωδι­κό πρό­σβα­σης!


Μου­σι­κή – Στί­χοι – Ερμη­νεία: Παύ­λος Σιδη­ρό­που­λος
[εκτός από το «Ξέσπα­σμα», σε μου­σι­κή Παντε­λή Δελη­γιαν­νί­δη]

Παί­ζουν οι Σπυ­ρι­δού­λα:
Παύ­λος Σιδη­ρό­που­λος: τρα­γού­δι, κρου­στά
Βασί­λης Σπυ­ρό­που­λος: ηλε­κτρι­κή και ακου­στι­κή κιθά­ρα
Νίκος Σπυ­ρό­που­λος: ηλε­κτρι­κή και ακου­στι­κή κιθά­ρα, πιά­νο, συν­θε­σάι­ζερ, φλά­ου­το
Τόλης Μαστρό­κα­λος: μπά­σο
Αντρέ­ας Μου­ζα­κί­της: τύμπα­να

Συμ­με­τέ­χουν οι μου­σι­κοί:
Τάσος Φωτο­δή­μος: τύμπα­να
Ανδρέ­ας Γκα­βο­γιάν­νης: τρο­μπό­νι
Μάκης Παπα­θε­ο­δώ­ρου: τενό­ρο σαξό­φω­νο
Γιάν­νης Φανα­ριώ­της: άλτο σαξό­φω­νο, κλα­ρί­νο
Δημή­τρης Λεο­ντα­ρί­δης: τρο­μπέ­τα
Νίκος Πολί­της: μπά­σο, slide κιθά­ρα
Δημή­τρης Πολύ­τι­μος: πιά­νο
Γιώρ­γος Μαγκλά­ρας: βιο­λί
«μία γυναί­κα»*: γυναι­κεία φωνή
[*πρό­κει­ται για τη Δήμη­τρα Γαλά­νη που συμ­με­τέ­χει στην «Ώρα του Stuff»]

Παρα­γω­γή: Θόδω­ρος Σαρα­ντής
Συντο­νι­σμός παρα­γω­γής: Μάνος Ξυδούς
Ηχο­λη­ψία: Γιώρ­γος Κων­στα­ντό­που­λος
Βοη­θοί ηχο­λή­πτη: Εμμα­νου­ήλ Ψαρ­ράς, Γιώρ­γος Τζάν­νες
Σχε­δί­α­ση εξω­φύλ­λου: Δημή­τρης Αρβα­νί­της, Γιώρ­γος Μανιά­της
Φωτο­γρα­φί­ες: Γιώρ­γος Μανιά­της

Το συγκρότημα

Είναι Σεπτέμ­βρης του 1977 και ‑μετά τη βρα­χύ­βια παρου­σία των Last Barricade- οι αδερ­φοί Σπυ­ρό­που­λοι -Βασί­λης και Νίκος, κιθα­ρί­στες και οι δύο- δημιουρ­γούν το συγκρό­τη­μα Σπυ­ρι­δού­λα, μαζί με τους Μάκη Μπλα­ζή (μπά­σο), Αντρέα Μου­ζα­κί­τη (τύμπα­να), Γιώρ­γο Κοτσμα­νί­δη (φωνή) και Κώστα Κου­ρε­μέ­νο (φωνή). Γίνο­νται γρή­γο­ρα γνω­στοί στους ροκ κύκλους, μέσα από συναυ­λί­ες στις οποί­ες παί­ζουν κατά κύριο λόγο δια­σκευ­ές από Rolling StonesLou ReedVelvet UndergroundDoors, καθώς και αρκε­τά blues. Την άνοι­ξη του ’78, έχουν ήδη απο­χω­ρή­σει Μπλα­ζής, Κου­ρε­μέ­νος και Κοτσμα­νί­δης –οι οποί­οι μέχρι τότε συγκα­τοι­κού­σαν όλοι μαζί σε ένα νεο­κλα­σι­κό της οδού Λήμνου (σημε­ρι­νή Λέλας Καρα­γιάν­νη). Στο σχή­μα προ­στί­θε­ται ο μπα­σί­στας Τόλης Μαστρό­κα­λος, ενώ λίγο μετά τη θέση του Μου­ζα­κί­τη στα τύμπα­να παίρ­νει ο Τάσος Φωτο­δή­μος.

Η συνάντηση

Είναι η επο­χή που ο Παύ­λος έχει ολο­κλη­ρώ­σει τη συνερ­γα­σία του με το Γιάν­νη Μαρ­κό­που­λο, ενώ έχει συμ­με­τά­σχει σε ηχο­γρα­φή­σεις και συναυ­λί­ες με το Δημή­τρη Που­λι­κά­κο. Στις 6 Νοεμ­βρί­ου του 1977, ένα κυρια­κά­τι­κο πρω­ι­νό, οι Σπυ­ρι­δού­λα παί­ζουν στο κινη­μα­το­θέ­α­τρο «Κνω­σός». Ανά­με­σα στο κοι­νό βρί­σκε­ται και ο Που­λι­κά­κος, ο οποί­ος γνω­ρί­ζο­ντας ότι οι συν­θέ­σεις του «Φλου» είναι ήδη έτοι­μες, προ­τεί­νει στον Παύ­λο να τους συνα­ντή­σει. Ο Βασί­λης Σπυ­ρό­που­λος θυμά­ται πως η πρώ­τη τους συνά­ντη­ση έγι­νε δύο μέρες μετά τη συναυ­λία. Ήδη από τη δεύ­τε­ρη συνά­ντη­σή τους, συμ­φώ­νη­σαν να συμ­με­τέ­χει ο Παύ­λος στις συναυ­λί­ες τους, σε Αθή­να και επαρ­χία, ερμη­νεύ­ο­ντας δύο κομ­μά­τια ‑το ‘Heartbreak Hotel’ (στην εκτέ­λε­ση του Elvis Presley) και το ‘A Τhousand Μiles From No Where’ του Buddy Guy. Τον Ιού­νιο του ’78, οι Σπυ­ρι­δού­λα ορι­στι­κο­ποιούν τη συνερ­γα­σία τους με τον Σιδη­ρό­που­λο, με σκο­πό την ηχο­γρά­φη­ση του άλμπουμ «Φλου» και ενώ έχουν ήδη προη­γη­θεί κάποιες πρώ­τες πρό­βες πάνω στα τρα­γού­δια που τους παρου­σί­α­σε ο Παύ­λος ‑ανά­με­σα σε αυτά και ένα παλιό­τε­ρο κομ­μά­τι, το «Ξέσπα­σμα» από την επο­χή των Δάμων & Φιντί­ας (σε μου­σι­κή Παντε­λή Δελη­γιαν­νί­δη), το οποίο πρό­τει­ναν οι Σπυ­ρό­που­λοι να ηχο­γρα­φη­θεί εκ νέου.

Ο δίσκος

Το καλο­καί­ρι του ’78, ο Παύ­λος και οι Σπυ­ρι­δού­λα ξεκι­νούν εντα­τι­κές πρό­βες πάνω στο υλι­κό του δίσκου, στο κλαμπ Hobbyπου τους είχε παρα­χω­ρη­θεί γι αυτό το σκο­πό. Τον Οκτώ­βριο του ίδιου χρό­νου μπαί­νουν στο στού­ντιο, ηχο­γρα­φώ­ντας αρχι­κά κάποια κομ­μά­τια σε μορ­φή demo («Μπά­μπης ο Φλου» και «Ξέσπα­σμα»). Φίλοι μου­σι­κοί συν­δρά­μουν στα sessionsκαι ένας από τους πλέ­ον ιστο­ρι­κούς δίσκους του ελλη­νό­φω­νου ροκ παίρ­νει σχή­μα και μορ­φή. Ο Νίκος Πολί­της (περι­στα­σια­κά μέλος του Εξα­δά­κτυ­λου και των Socrates) έπαι­ξε ηλε­κτρι­κό μπά­σο και slideκι­θά­ρα σε δύο κομ­μά­τια, ο Γιώρ­γος Μαγκλά­ρας έπαι­ξε βιο­λί στην ψυχε­δε­λι­κή «Ώρα του Stuff», ο βετε­ρά­νος Δημή­τρης Πολύ­τι­μος των MGC και του Εξα­δά­κτυ­λου έπαι­ξε πιά­νο, ενώ τα πνευ­στά –τα οποία έδι­ναν τη soulχροιά που άρε­σε πάντα στον Παύ­λο- έπαι­ξαν φίλοι μου­σι­κοί των Σπυ­ρι­δού­λα (Γκα­βο­γιάν­νηςΠαπα­θε­ο­δώ­ρουΦανα­ριώ­τηςΛεο­ντα­ρί­δης). Η «μία γυναί­κα» που ανα­φέ­ρε­ται στην «Ώρα του Stuff» και συνο­δεύ­ει στα φωνη­τι­κά, δεν είναι άλλη από τη Δήμη­τρα Γαλά­νη –η οποία, μέσω μιας κοι­νής φίλης, είχε γνω­ρι­στεί με τον Παύ­λο και το Νίκο Σπυ­ρό­που­λο. Πίσω από τα τύμπα­να βρί­σκε­ται ακό­μα ο Μου­ζα­κί­της, με εξαί­ρε­ση τα κομ­μά­τια «Που να γυρί­ζεις» και «Οι σοβα­ροί κλό­ουν» στα οποία παί­ζει ο αντι­κα­τα­στά­της του στη μπά­ντα, Τάσος Φωτο­δή­μος. Την ευθύ­νη της παρα­γω­γής είχε ο Θόδω­ρος Σαρα­ντής και σε ρόλο εκτε­λε­στή παρα­γω­γής, ο Μάνος Ξυδούς είχε ανα­λά­βει το συντο­νι­σμό. Το εμβλη­μα­τι­κό εξώ­φυλ­λο με τις «περί­ερ­γες» φωτο­γρα­φί­ες σχε­δί­α­σε ο Δημή­τρης Αρβα­νί­της –πασί­γνω­στος πλέ­ον για τις σημα­ντι­κές γρα­φι­στι­κές δημιουρ­γί­ες του- σε συνερ­γα­σία με το Γιώρ­γο Μανιά­τη, που έκα­νε τη φωτο­γρά­φι­ση των μου­σι­κών.

Η συνέχεια

Όσο κι αν ακού­γε­ται παρά­ξε­νο, και παρά την πολύ θετι­κή αντα­πό­κρι­ση που εισέ­πρα­ξε από το μου­σι­κό Τύπο της επο­χής, το «Φλου» δεν σημεί­ω­σε ιδιαί­τε­ρα μεγά­λες πωλή­σεις αμέ­σως μετά την κυκλο­φο­ρία του ‑κοντά στα 5.000 αντί­τυ­πα τα πρώ­τα χρό­νια. Στα­δια­κά όμως, απο­κτού­σε ολο­έ­να αυξα­νό­με­νη δημο­τι­κό­τη­τα, η οποία με την πάρο­δο των χρό­νων άγγι­ξε τις δια­στά­σεις θρύ­λου. Μέχρι σήμε­ρα δεν έχει πάψει να επα­νεκ­δί­δε­ται συνε­χώς και, τρεις δεκα­ε­τί­ες μετά, θεω­ρεί­ται από πολ­λούς ως το σημα­ντι­κό­τε­ρο άλμπουμ του ελλη­νι­κού ροκ –όχι μόνο επει­δή συνι­στά την πρώ­τη ολο­κλη­ρω­μέ­νη δου­λειά του Παύ­λου Σιδη­ρό­που­λου, αλλά κυρί­ως για τα τολ­μη­ρά στοι­χή­μα­τα που όρι­σε όσον αφο­ρά τις φόρ­μες της ροκ τρα­γου­δο­ποι­ί­ας στην ελλη­νι­κή σκη­νή, την ενορ­χή­στρω­ση, το ύφος της ερμη­νεί­ας και τη στι­χουρ­γι­κή, τόσο ως προς τη γρα­φή όσο και στη θεμα­τι­κή της.

Στο πλαί­σιο της προ­ώ­θη­σης του «Φλου», ο Παύ­λος με την παρέα των Σπυ­ρό­που­λων έδω­σαν αρκε­τές συναυ­λί­ες, στις οποί­ες εκτός των τρα­γου­διών του δίσκου, έπαι­ζαν και δια­σκευ­ές των Rolling StonesChuck Berry και Lou Reed. Λίγους μήνες μετά η συνερ­γα­σία τους στα­μά­τη­σε –εξ αιτί­ας, μετα­ξύ άλλων, και πολι­τι­κών δια­φω­νιών- αλλά δια­τή­ρη­σαν άρι­στες σχέ­σεις μετα­ξύ τους, ενώ τα επό­με­να χρό­νια συνα­ντή­θη­καν σε πολ­λές κοι­νές συναυ­λί­ες δια­μαρ­τυ­ρί­ας και φεστι­βάλ. Σύμ­φω­να με μαρ­τυ­ρί­ες, ο Παύ­λος βρέ­θη­κε με τους Σπυ­ρι­δού­λα στη Σαντο­ρί­νη το καλο­καί­ρι του ’81, προ­κει­μέ­νου να προ­βά­ρουν τα κομ­μά­τια του νέου δίσκου («Εν Λευ­κώ») ‑και ενώ είχε ναυα­γή­σει μια πιθα­νή συνερ­γα­σία του με τους Sharp Ties. Όμως η πιθα­νό­τη­τα μιας δεύ­τε­ρης συνερ­γα­σί­ας τους δεν προ­χώ­ρη­σε ποτέ, ίσως και επει­δή η εμπλο­κή του Παύ­λου με τα ναρ­κω­τι­κά λει­τουρ­γού­σε ανα­σταλ­τι­κά γι αυτό το σκο­πό.

Έγραψαν για τον δίσκο

«Απ’την αρχή νομί­ζω ότι πρέ­πει να ξεκα­θα­ρί­σου­με ένα πράγ­μα: ο δίσκος αυτός είναι δημιούρ­γη­μα του Παύ­λου Σιδη­ρό­που­λου […] Πρώ­τα ας ασχο­λη­θού­με με το στί­χο που, γραμ­μέ­νος στα ελλη­νι­κά, δεν έχει να κρύ­ψει τίπο­τα. […] Η περα­σμέ­νη δεκα­ε­τία, την οποία έζη­σε και μάλι­στα πολύ έντο­να ο Παύ­λος, παρου­σιά­ζε­ται ανά­γλυ­φη μαζί με τις χαρα­κτη­ρι­στι­κές κατα­στά­σεις και τα άτο­μα που συν­θέ­τουν το ντε­κόρ της. […] Το «Φλου» μου­σι­κά κατα­φέρ­νει να στα­θεί στο ύψος των στί­χων και βασι­κός υπεύ­θυ­νος γι’αυτό είναι ο Σιδη­ρό­που­λος, που δεν άφη­σε τ’αγόρια του γκρουπ να δου­λέ­ψουν ελεύ­θε­ρα. Είναι ολο­φά­νε­ρο ότι οι Σπυ­ρι­δού­λα παί­ζουν προ­σε­χτι­κά, λακω­νι­κά και ίσως σε αυστη­ρά προ­κα­θο­ρι­σμέ­να πλαί­σια που έχει φτιά­ξει ο Σιδη­ρό­που­λος».

Μάκης Μηλάτος, περιοδικό 18

«Το καλύ­τε­ρο ίσως άλμπουμ από πλευ­ράς υλι­κού που κυκλο­φό­ρη­σε ποτέ στην Ελλά­δα. Υστε­ρεί όμως αλλού, όπως π.χ. στην εγγρα­φή, που είναι κακή, ή στην εκτέ­λε­ση των τρα­γου­διών. Ίσως να έφται­γε και η δυστρο­πία του Σιδη­ρό­που­λου, που πάντα είναι ασυμ­βί­βα­στος με το καθε­τί. Πάντως, πρέ­πει να παρα­δε­χτού­με ότι ήταν η πρώ­τη καθα­ρά ελλη­νι­κή ροκ δου­λειά, μετά από αρκε­τά χρό­νια, που είχε απή­χη­ση στον κόσμο».

Α.Ο., περιοδικό Χιτ, τεύχος 23, 1980

«Είχα­με, γενι­κά, πολύ και­ρό να δού­με μεγά­λο δίσκο από ελλη­νι­κό συγκρό­τη­μα. […] Σε γενι­κές γραμ­μές, πάντως, το Φλου δεί­χνει μια γνώ­ση των βάσε­ων του ροκ απ’όλα τα μέλη και καλή, δημιουρ­γι­κή χρή­ση όλων των οργά­νων –από το πιά­νο μέχρι το (θαυ­μά­σιο) ηλε­κτρι­κό βιο­λί του Γιώρ­γου Μαγκλά­ρα. […] Το απο­τέ­λε­σμα, πάντως, είναι ένας δίσκος, που δεν προ­σβάλ­λει ούτε την ΕΜΙΑΛ ούτε το συγκρό­τη­μα. Αντί­θε­τα, απο­τε­λεί μια σωστή βάση, που ελπί­ζου­με να έχει μια συνέ­χεια, τόσο για τους Σπυ­ρι­δού­λα όσο και για τα υπό­λοι­πα ελλη­νι­κά γκρουπ».

Πητ Κωνσταντέας, περιοδικό Ποπ+Ροκ, τεύχος 17, Ιούλιος 1979

«Το κλί­μα του δίσκου είναι κλα­σι­κό ροκ με αρκε­τά στοι­χεία μπλουζ. Εκεί­νο όμως που πρέ­πει να τονι­στεί είναι ο ελλη­νι­κός του στί­χος. Στί­χος άμε­σος, δεμέ­νος σφι­χτά με τη μου­σι­κή και πάνω απ’όλα ροκ στί­χος. Το σημα­ντι­κό είναι ότι απ’όλη αυτή τη ροκ κίνη­ση που υπάρ­χει στην Ελλά­δα από τα ερα­σι­τε­χνι­κά και ημιε­παγ­γελ­μα­τι­κά γκρουπ βγή­κε επι­τέ­λους ένας δίσκος, που ίσως είναι μια αρχή κι ένα ταρα­κού­νη­μα για μια συνέ­χεια, που έχει γίνει πια ανά­γκη».

πρόλογος σε συνέντευξη των Σπυριδούλα, περιοδικό Μουσική, τεύχος 18, Μάιος 1979

«Δεν επι­θυ­μώ να υπο­θέ­σω ότι ο Σιδη­ρό­που­λος βρή­κε επι­τέ­λους τον πραγ­μα­τι­κό του εαυ­τό, για­τί θα ήταν σαν να του χάρι­ζα τη χει­ρό­τε­ρή μου κατά­ρα. Για­τί, σ’αυτό το ύστα­το ξεκα­θά­ρι­σμα λογα­ρια­σμών με το κοι­νω­νι­κό του πλαί­σιο, ο Παύ­λος τάσ­σε­ται συνει­δη­τά με την πλευ­ρά των χαμέ­νων, των κατα­δι­κα­σμέ­νων στο αιώ­νιο μαρ­τύ­ριο της σκέ­ψης, της κρί­σης και της απε­γνω­σμέ­νης ανα­ζή­τη­σης μιας θέσης ζωής βιώ­σι­μης, αλλά και αξιο­πρε­πούς. […] Το «Φλου», συνει­δη­σια­κός από­η­χος της δεύ­τε­ρης γενιάς, με καλύ­πτει συναι­σθη­μα­τι­κά σχε­δόν από­λυ­τα. Οι στί­χοι του, χτι­σμέ­νοι λέξη προς λέξη με φρο­ντί­δα ευλα­βι­κή, αφή­νουν σε κάθε τους άκρη να στά­ξει κι από μία παλιά, εγκα­τα­λειμ­μέ­νη σπο­ρά, που, ως καρ­πός, πίστευε ότι θα δώσει την ελευ­θε­ρία, αλλά δεν έδρε­ψε παρά την ταπεί­νω­ση, τη στά­μπα του κοι­νω­νι­κού παρά­σι­του, το θάνα­το. […] Έχει συλ­λά­βει τις βαθύ­τε­ρες συναι­σθη­μα­τι­κές πτυ­χές της ελλη­νι­κής γενιάς που παρα­κο­λού­θη­σε το Γούν­τστοκ από από­στα­ση και έπλα­σε στην ψυχή της ένα δικό της κόσμο για να πλη­ρώ­σει το κενό. Και μπο­ρεί, χωρίς κόπο, να την τοπο­θε­τή­σει στο χώρο του σήμε­ρα. Για­τί, είναι και αυτός ένα από τα καλύ­τε­ρα παι­διά της».

Αργύρης Ζήλος, περιοδικό Ήχος, Μάιος 1979

«Η τρί­τη άνοι­ξη του ελλη­νι­κού ροκ ξεκι­νά­ει με το «Φλου» του Σιδη­ρό­που­λου, όπου έχου­με ένα πολύ καλό απο­τέ­λε­σμα της ροκ φόρ­μας και του (καλού) ελλη­νι­κού στί­χου. […] Το «Φλου» μπο­ρεί να ακού­γε­ται μεγαγ­χο­λι­κό, αλλά, ιδω­μέ­νο μέσα από τη θεω­ρία της διαρ­κούς εξέ­γερ­σης και της επα­νά­στα­σης της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, ακού­γε­ται πολύ τονω­τι­κό. Δεν πρέ­πει να ξεχνά­με ότι στην καπι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία κάθε τέχνη που ξεπερ­νά κάποιο επί­πε­δο μετριό­τη­τας υπήρ­ξε πάντα τέχνη δια­μαρ­τυ­ρί­ας, κρι­τι­κής και εξέ­γερ­σης».

Γιώργος Θεοχάρης, περιοδικό Μουσική, τεύχος 57, 1982

«Με το «Φλου» ο Σιδη­ρό­που­λος απέ­δει­ξε ότι είναι ταυ­τό­χρο­να ποι­η­τής και μου­σι­κός. […] Εν κατα­κλεί­δι, το Φλου είναι ένα τίμιος και αισθα­ντι­κός δίσκος. Μιλώ­ντας για το κλεί­σι­μο μιας επο­χής, εκπυρ­σο­κρο­τεί την έναρ­ξη μιας και­νού­ριας».

Μανώλης Νταλούκας, περιοδικό Ήχος, Απρίλιος 1984

«(…) είναι το σημα­ντι­κό­τε­ρο ροκ εν ρολ LP που έχει δημιουρ­γη­θεί στην Ελλά­δα. Συμπυ­κνώ­νει σχε­δόν όλα όσα είχαν συμ­βεί μέχρι τότε στη χώρα μας (για ποπ ακού­στε τους Olympiansκαι για δημο­τι­κή παρά­δο­ση τους πρώ­τους δίσκους των Socrates): μπλουζ, ριθμ εν μπλουζ, χαρντ κιθά­ρες, ηλε­κτρι­κή κι ακου­στι­κή μπα­λά­ντα, τεχνο­ρόκ του αμε­ρι­κά­νι­κου Νότου, φανκ… αλλά και ανα­φο­ρά στο μονα­χι­κό θεό Διό­νυ­σο (στο θείο Διο­νύ­ση δηλα­δή και κατά κόσμον Σαβ­βό­που­λο –πλέ­ον μόνο κατά κόσμον…), όπως και άνοιγ­μα λογα­ρια­σμών με το αύριο στο «Τω Αγνώ­στω Θεώ», όπου οι μου­λω­χτές δαι­μο­νι­σμέ­νες λιθά­ρες μιλά­νε μια γλώσ­σα που ακό­μα τότε δεν είχε δια­μορ­φω­θεί καλά καλά. […] Στι­χουρ­γι­κά, ένα σπά­νιο σμί­ξι­μο της ιδιό­τρο­πης ελλη­νι­κής γλώσ­σας με τις αλλό­φυ­λες ιδιο­τρο­πί­ες του ροκ εν ρολ ανα­δει­κνύ­ει ένα στί­χο που κινεί­ται σε υψη­λά επί­πε­δα ευαι­σθη­σία και συν-πάθειας […] Κανείς από τους δημιουρ­γούς του «Φλου» δεν ξεπέ­ρα­σε ποτέ την προ­σφο­ρά του σ’αυτό το δίσκο. Και κανείς άλλος δίσκος δεν μπό­ρε­σε να τυλι­χτεί στην ίδια λάμ­ψη».

Αλέκος Παπαδόπουλος, περιοδικό Ήχος, Απρίλιος 1991

TRIVIA

  • Το «Φλου» κυκλο­φό­ρη­σε το Μάιο του 1979, παρά το γεγο­νός πως στο δίσκο ανα­γρά­φε­ται ως έτος κυκλο­φο­ρί­ας το 1978. Αυτό συνέ­βη επει­δή τα εξώ­φυλ­λα είχαν ήδη τυπω­θεί, κατά την προ­ε­τοι­μα­σία της κυκλο­φο­ρί­ας.
  • Ο «Μπά­μπης ο Φλου» είχε ηχο­γρα­φη­θεί πρώ­τη φορά το ’78, λίγους μήνες πριν τα recording sessions του «Φλου», στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό στού­ντιο του Αρβα­νί­τη στα Εξάρ­χεια, με σκο­πό να το παρα­δώ­σει ο Παύ­λος στην ΕΜΙΑΛ ως δείγ­μα του δίσκου.
  • Το όνο­μα του συγκρο­τή­μα­τος, κατά μία εκδο­χή, ήταν δανει­σμέ­νο από την τρα­γι­κή ιστο­ρία της 12χρονης Σπυ­ρι­δού­λας Ράπτη την οποία σιδέ­ρω­σαν τα αφε­ντι­κά της, Γιώρ­γος και Αντι­γό­νη Βεϊ­ζα­δέ, τον Αύγου­στο του 1955. Λίγα χρό­νια πριν δημιουρ­γή­σουν το συγκρό­τη­μα, οι αδερ­φοί Σπυ­ρό­που­λοι χρη­σι­μο­ποί­η­σαν το ίδιο όνο­μα για να υπο­γρά­ψουν μια αντιε­ξου­σια­στι­κή μπρο­σού­ρα που κυκλο­φό­ρη­σε στα Εξάρ­χεια. Σύμ­φω­να με φήμες, η φιλο­λο­γία γύρω από το όνο­μα άρε­σε πολύ στον Γιώρ­γο Πετσί­λα, διευ­θυ­ντή της ΕΜΙΑΛ τότε, τόσο που έστει­λε τον παρα­γω­γό Θόδω­ρο Σαρα­ντή να πάει στο σπί­τι της οδού Λήμνου και να βρει το συγκρό­τη­μα.
  • Το όνο­μα της Δήμη­τρας Γαλά­νη δεν ανα­φέ­ρε­ται που­θε­νά στο οπι­σθό­φυλ­λο του δίσκου, καθώς τότε μόλις είχε απο­χω­ρή­σει από την ΕΜΙΑΛ για να υπο­γρά­ψει συμ­βό­λαιο με τη MINOS.
  • Ο Μάνος Ξυδούς (1953–2010), γνω­στός παρα­γω­γός δίσκων, μου­σι­κός και μετέ­πει­τα μέλος των Πυξ Λαξ, σε μια από τις τελευ­ταί­ες συνε­ντεύ­ξεις του [στον Αντώ­νη Μπο­σκο­ΐ­τη, περιο­δι­κό Ποπ+Ροκ, τεύ­χος 339], είχε μιλή­σει για τη γνω­ρι­μία του με τον Παύ­λο και την επο­χή της δημιουρ­γί­ας του «Φλου»: «Με τον Παύ­λο γνω­ρι­στή­κα­με το 1978, όταν μας είχε καλέ­σει μαζί με τον Θόδω­ρο Σαρα­ντή, υπεύ­θυ­νο της τότε ΕΜΙ, σε κάποιο σπί­τι ν’ ακού­σου­με τα τρα­γού­δια του. Κατά σύμ­πτω­ση, είχε πέσει γραμ­μή από την εται­ρεία να βγά­λει και τα δύο-τρία πιο πει­ρα­μα­τι­κά πράγ­μα­τα, όχι περισ­σό­τε­ρα. Θυμά­μαι, τότε είχα­με γίνει ένα με τον Παύ­λο και τα παι­διά του συγκρο­τή­μα­τος, υπήρ­χε ένα φοβε­ρό πάθος δημιουρ­γί­ας και ένας αυθορ­μη­τι­σμός δυσεύ­ρε­τος για τα σημε­ρι­νά δεδο­μέ­να. Ως παι­δί κι εγώ, ήμουν άσχε­τος με αυτά τα πράγ­μα­τα, μόνο κου­μπιά έβλε­πα μέσα στο στού­ντιο τότε. Πιά­νω τον Παύ­λο και του λέω: “Σε τι νομί­ζεις ότι μπο­ρώ να βοη­θή­σω; Δεν έχω γνώ­ση του αντι­κει­μέ­νου. Μου απα­ντά­ει πως “Ξέρω ότι ακούς ξένη μου­σι­κή κι εγώ θέλω να βγά­λω τέτοιον ήχο. Να μου πεις μόνο αν τους άρε­σε”. Μου είπε ακό­μα και κάτι άλλο: “Ξέρω ότι φτιά­χνεις καλούς καφέ­δες”. Και πράγ­μα­τι, όντας κλη­τή­ρας στην ΕΜΙ, μέσα στα καθή­κο­ντά μου ήταν να φτιά­χνω και καφέ­δες. Το ‘χα συνη­θί­σει το άθλη­μα, το ήξε­ρα. “Μη σε ξαφ­νιά­ζει”, μου είπε ο Παύ­λος, “δεν ξέρεις πόσο σημα­ντι­κός είναι ο καφές για ένα μου­σι­κό στο στού­ντιο σε μια στιγ­μή ανά­παυ­λας”. Τώρα που πέρα­σαν τα χρό­νια, μπό­ρε­σα να κατα­λά­βω πόσο δίκιο είχε ο άνθρω­πος».
Παύλος Σιδηρόπουλος
Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να εξασφαλίσει ότι θα έχετε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στην ιστοσελίδα μας. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.
Αποδοχή
Άρνηση