Αυτό το περιεχόμενο είναι περιορισμένο
Πρέπει να συνδεθείτε ή να εγγραφείτε για να κατεβάσετε το τραγούδιΑυτό το περιεχόμενο είναι περιορισμένο
Πρέπει να συνδεθείτε ή να εγγραφείτε για να ακούσετε τραγούδι
Μουσική – Στίχοι – Ερμηνεία: Παύλος Σιδηρόπουλος
[εκτός από το «Ξέσπασμα», σε μουσική Παντελή Δεληγιαννίδη]
Παίζουν οι Σπυριδούλα:
Παύλος Σιδηρόπουλος: τραγούδι, κρουστά
Βασίλης Σπυρόπουλος: ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα
Νίκος Σπυρόπουλος: ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα, πιάνο, συνθεσάιζερ, φλάουτο
Τόλης Μαστρόκαλος: μπάσο
Αντρέας Μουζακίτης: τύμπανα
Συμμετέχουν οι μουσικοί:
Τάσος Φωτοδήμος: τύμπανα
Ανδρέας Γκαβογιάννης: τρομπόνι
Μάκης Παπαθεοδώρου: τενόρο σαξόφωνο
Γιάννης Φαναριώτης: άλτο σαξόφωνο, κλαρίνο
Δημήτρης Λεονταρίδης: τρομπέτα
Νίκος Πολίτης: μπάσο, slide κιθάρα
Δημήτρης Πολύτιμος: πιάνο
Γιώργος Μαγκλάρας: βιολί
«μία γυναίκα»*: γυναικεία φωνή
[*πρόκειται για τη Δήμητρα Γαλάνη που συμμετέχει στην «Ώρα του Stuff»]
Παραγωγή: Θόδωρος Σαραντής
Συντονισμός παραγωγής: Μάνος Ξυδούς
Ηχοληψία: Γιώργος Κωνσταντόπουλος
Βοηθοί ηχολήπτη: Εμμανουήλ Ψαρράς, Γιώργος Τζάννες
Σχεδίαση εξωφύλλου: Δημήτρης Αρβανίτης, Γιώργος Μανιάτης
Φωτογραφίες: Γιώργος Μανιάτης
Το συγκρότημα
Είναι Σεπτέμβρης του 1977 και ‑μετά τη βραχύβια παρουσία των Last Barricade- οι αδερφοί Σπυρόπουλοι -Βασίλης και Νίκος, κιθαρίστες και οι δύο- δημιουργούν το συγκρότημα Σπυριδούλα, μαζί με τους Μάκη Μπλαζή (μπάσο), Αντρέα Μουζακίτη (τύμπανα), Γιώργο Κοτσμανίδη (φωνή) και Κώστα Κουρεμένο (φωνή). Γίνονται γρήγορα γνωστοί στους ροκ κύκλους, μέσα από συναυλίες στις οποίες παίζουν κατά κύριο λόγο διασκευές από Rolling Stones, Lou Reed, Velvet Underground, Doors, καθώς και αρκετά blues. Την άνοιξη του ’78, έχουν ήδη αποχωρήσει Μπλαζής, Κουρεμένος και Κοτσμανίδης –οι οποίοι μέχρι τότε συγκατοικούσαν όλοι μαζί σε ένα νεοκλασικό της οδού Λήμνου (σημερινή Λέλας Καραγιάννη). Στο σχήμα προστίθεται ο μπασίστας Τόλης Μαστρόκαλος, ενώ λίγο μετά τη θέση του Μουζακίτη στα τύμπανα παίρνει ο Τάσος Φωτοδήμος.
Η συνάντηση
Είναι η εποχή που ο Παύλος έχει ολοκληρώσει τη συνεργασία του με το Γιάννη Μαρκόπουλο, ενώ έχει συμμετάσχει σε ηχογραφήσεις και συναυλίες με το Δημήτρη Πουλικάκο. Στις 6 Νοεμβρίου του 1977, ένα κυριακάτικο πρωινό, οι Σπυριδούλα παίζουν στο κινηματοθέατρο «Κνωσός». Ανάμεσα στο κοινό βρίσκεται και ο Πουλικάκος, ο οποίος γνωρίζοντας ότι οι συνθέσεις του «Φλου» είναι ήδη έτοιμες, προτείνει στον Παύλο να τους συναντήσει. Ο Βασίλης Σπυρόπουλος θυμάται πως η πρώτη τους συνάντηση έγινε δύο μέρες μετά τη συναυλία. Ήδη από τη δεύτερη συνάντησή τους, συμφώνησαν να συμμετέχει ο Παύλος στις συναυλίες τους, σε Αθήνα και επαρχία, ερμηνεύοντας δύο κομμάτια ‑το ‘Heartbreak Hotel’ (στην εκτέλεση του Elvis Presley) και το ‘A Τhousand Μiles From No Where’ του Buddy Guy. Τον Ιούνιο του ’78, οι Σπυριδούλα οριστικοποιούν τη συνεργασία τους με τον Σιδηρόπουλο, με σκοπό την ηχογράφηση του άλμπουμ «Φλου» και ενώ έχουν ήδη προηγηθεί κάποιες πρώτες πρόβες πάνω στα τραγούδια που τους παρουσίασε ο Παύλος ‑ανάμεσα σε αυτά και ένα παλιότερο κομμάτι, το «Ξέσπασμα» από την εποχή των Δάμων & Φιντίας (σε μουσική Παντελή Δεληγιαννίδη), το οποίο πρότειναν οι Σπυρόπουλοι να ηχογραφηθεί εκ νέου.
Ο δίσκος
Το καλοκαίρι του ’78, ο Παύλος και οι Σπυριδούλα ξεκινούν εντατικές πρόβες πάνω στο υλικό του δίσκου, στο κλαμπ Hobbyπου τους είχε παραχωρηθεί γι αυτό το σκοπό. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου μπαίνουν στο στούντιο, ηχογραφώντας αρχικά κάποια κομμάτια σε μορφή demo («Μπάμπης ο Φλου» και «Ξέσπασμα»). Φίλοι μουσικοί συνδράμουν στα sessionsκαι ένας από τους πλέον ιστορικούς δίσκους του ελληνόφωνου ροκ παίρνει σχήμα και μορφή. Ο Νίκος Πολίτης (περιστασιακά μέλος του Εξαδάκτυλου και των Socrates) έπαιξε ηλεκτρικό μπάσο και slideκιθάρα σε δύο κομμάτια, ο Γιώργος Μαγκλάρας έπαιξε βιολί στην ψυχεδελική «Ώρα του Stuff», ο βετεράνος Δημήτρης Πολύτιμος των MGC και του Εξαδάκτυλου έπαιξε πιάνο, ενώ τα πνευστά –τα οποία έδιναν τη soulχροιά που άρεσε πάντα στον Παύλο- έπαιξαν φίλοι μουσικοί των Σπυριδούλα (Γκαβογιάννης, Παπαθεοδώρου, Φαναριώτης, Λεονταρίδης). Η «μία γυναίκα» που αναφέρεται στην «Ώρα του Stuff» και συνοδεύει στα φωνητικά, δεν είναι άλλη από τη Δήμητρα Γαλάνη –η οποία, μέσω μιας κοινής φίλης, είχε γνωριστεί με τον Παύλο και το Νίκο Σπυρόπουλο. Πίσω από τα τύμπανα βρίσκεται ακόμα ο Μουζακίτης, με εξαίρεση τα κομμάτια «Που να γυρίζεις» και «Οι σοβαροί κλόουν» στα οποία παίζει ο αντικαταστάτης του στη μπάντα, Τάσος Φωτοδήμος. Την ευθύνη της παραγωγής είχε ο Θόδωρος Σαραντής και σε ρόλο εκτελεστή παραγωγής, ο Μάνος Ξυδούς είχε αναλάβει το συντονισμό. Το εμβληματικό εξώφυλλο με τις «περίεργες» φωτογραφίες σχεδίασε ο Δημήτρης Αρβανίτης –πασίγνωστος πλέον για τις σημαντικές γραφιστικές δημιουργίες του- σε συνεργασία με το Γιώργο Μανιάτη, που έκανε τη φωτογράφιση των μουσικών.
Η συνέχεια
Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, και παρά την πολύ θετική ανταπόκριση που εισέπραξε από το μουσικό Τύπο της εποχής, το «Φλου» δεν σημείωσε ιδιαίτερα μεγάλες πωλήσεις αμέσως μετά την κυκλοφορία του ‑κοντά στα 5.000 αντίτυπα τα πρώτα χρόνια. Σταδιακά όμως, αποκτούσε ολοένα αυξανόμενη δημοτικότητα, η οποία με την πάροδο των χρόνων άγγιξε τις διαστάσεις θρύλου. Μέχρι σήμερα δεν έχει πάψει να επανεκδίδεται συνεχώς και, τρεις δεκαετίες μετά, θεωρείται από πολλούς ως το σημαντικότερο άλμπουμ του ελληνικού ροκ –όχι μόνο επειδή συνιστά την πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά του Παύλου Σιδηρόπουλου, αλλά κυρίως για τα τολμηρά στοιχήματα που όρισε όσον αφορά τις φόρμες της ροκ τραγουδοποιίας στην ελληνική σκηνή, την ενορχήστρωση, το ύφος της ερμηνείας και τη στιχουργική, τόσο ως προς τη γραφή όσο και στη θεματική της.
Στο πλαίσιο της προώθησης του «Φλου», ο Παύλος με την παρέα των Σπυρόπουλων έδωσαν αρκετές συναυλίες, στις οποίες εκτός των τραγουδιών του δίσκου, έπαιζαν και διασκευές των Rolling Stones, Chuck Berry και Lou Reed. Λίγους μήνες μετά η συνεργασία τους σταμάτησε –εξ αιτίας, μεταξύ άλλων, και πολιτικών διαφωνιών- αλλά διατήρησαν άριστες σχέσεις μεταξύ τους, ενώ τα επόμενα χρόνια συναντήθηκαν σε πολλές κοινές συναυλίες διαμαρτυρίας και φεστιβάλ. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Παύλος βρέθηκε με τους Σπυριδούλα στη Σαντορίνη το καλοκαίρι του ’81, προκειμένου να προβάρουν τα κομμάτια του νέου δίσκου («Εν Λευκώ») ‑και ενώ είχε ναυαγήσει μια πιθανή συνεργασία του με τους Sharp Ties. Όμως η πιθανότητα μιας δεύτερης συνεργασίας τους δεν προχώρησε ποτέ, ίσως και επειδή η εμπλοκή του Παύλου με τα ναρκωτικά λειτουργούσε ανασταλτικά γι αυτό το σκοπό.
Έγραψαν για τον δίσκο
«Απ’την αρχή νομίζω ότι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα: ο δίσκος αυτός είναι δημιούργημα του Παύλου Σιδηρόπουλου […] Πρώτα ας ασχοληθούμε με το στίχο που, γραμμένος στα ελληνικά, δεν έχει να κρύψει τίποτα. […] Η περασμένη δεκαετία, την οποία έζησε και μάλιστα πολύ έντονα ο Παύλος, παρουσιάζεται ανάγλυφη μαζί με τις χαρακτηριστικές καταστάσεις και τα άτομα που συνθέτουν το ντεκόρ της. […] Το «Φλου» μουσικά καταφέρνει να σταθεί στο ύψος των στίχων και βασικός υπεύθυνος γι’αυτό είναι ο Σιδηρόπουλος, που δεν άφησε τ’αγόρια του γκρουπ να δουλέψουν ελεύθερα. Είναι ολοφάνερο ότι οι Σπυριδούλα παίζουν προσεχτικά, λακωνικά και ίσως σε αυστηρά προκαθορισμένα πλαίσια που έχει φτιάξει ο Σιδηρόπουλος».
Μάκης Μηλάτος, περιοδικό 18
«Το καλύτερο ίσως άλμπουμ από πλευράς υλικού που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα. Υστερεί όμως αλλού, όπως π.χ. στην εγγραφή, που είναι κακή, ή στην εκτέλεση των τραγουδιών. Ίσως να έφταιγε και η δυστροπία του Σιδηρόπουλου, που πάντα είναι ασυμβίβαστος με το καθετί. Πάντως, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ήταν η πρώτη καθαρά ελληνική ροκ δουλειά, μετά από αρκετά χρόνια, που είχε απήχηση στον κόσμο».
Α.Ο., περιοδικό Χιτ, τεύχος 23, 1980
«Είχαμε, γενικά, πολύ καιρό να δούμε μεγάλο δίσκο από ελληνικό συγκρότημα. […] Σε γενικές γραμμές, πάντως, το Φλου δείχνει μια γνώση των βάσεων του ροκ απ’όλα τα μέλη και καλή, δημιουργική χρήση όλων των οργάνων –από το πιάνο μέχρι το (θαυμάσιο) ηλεκτρικό βιολί του Γιώργου Μαγκλάρα. […] Το αποτέλεσμα, πάντως, είναι ένας δίσκος, που δεν προσβάλλει ούτε την ΕΜΙΑΛ ούτε το συγκρότημα. Αντίθετα, αποτελεί μια σωστή βάση, που ελπίζουμε να έχει μια συνέχεια, τόσο για τους Σπυριδούλα όσο και για τα υπόλοιπα ελληνικά γκρουπ».
Πητ Κωνσταντέας, περιοδικό Ποπ+Ροκ, τεύχος 17, Ιούλιος 1979
«Το κλίμα του δίσκου είναι κλασικό ροκ με αρκετά στοιχεία μπλουζ. Εκείνο όμως που πρέπει να τονιστεί είναι ο ελληνικός του στίχος. Στίχος άμεσος, δεμένος σφιχτά με τη μουσική και πάνω απ’όλα ροκ στίχος. Το σημαντικό είναι ότι απ’όλη αυτή τη ροκ κίνηση που υπάρχει στην Ελλάδα από τα ερασιτεχνικά και ημιεπαγγελματικά γκρουπ βγήκε επιτέλους ένας δίσκος, που ίσως είναι μια αρχή κι ένα ταρακούνημα για μια συνέχεια, που έχει γίνει πια ανάγκη».
πρόλογος σε συνέντευξη των Σπυριδούλα, περιοδικό Μουσική, τεύχος 18, Μάιος 1979
«Δεν επιθυμώ να υποθέσω ότι ο Σιδηρόπουλος βρήκε επιτέλους τον πραγματικό του εαυτό, γιατί θα ήταν σαν να του χάριζα τη χειρότερή μου κατάρα. Γιατί, σ’αυτό το ύστατο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το κοινωνικό του πλαίσιο, ο Παύλος τάσσεται συνειδητά με την πλευρά των χαμένων, των καταδικασμένων στο αιώνιο μαρτύριο της σκέψης, της κρίσης και της απεγνωσμένης αναζήτησης μιας θέσης ζωής βιώσιμης, αλλά και αξιοπρεπούς. […] Το «Φλου», συνειδησιακός απόηχος της δεύτερης γενιάς, με καλύπτει συναισθηματικά σχεδόν απόλυτα. Οι στίχοι του, χτισμένοι λέξη προς λέξη με φροντίδα ευλαβική, αφήνουν σε κάθε τους άκρη να στάξει κι από μία παλιά, εγκαταλειμμένη σπορά, που, ως καρπός, πίστευε ότι θα δώσει την ελευθερία, αλλά δεν έδρεψε παρά την ταπείνωση, τη στάμπα του κοινωνικού παράσιτου, το θάνατο. […] Έχει συλλάβει τις βαθύτερες συναισθηματικές πτυχές της ελληνικής γενιάς που παρακολούθησε το Γούντστοκ από απόσταση και έπλασε στην ψυχή της ένα δικό της κόσμο για να πληρώσει το κενό. Και μπορεί, χωρίς κόπο, να την τοποθετήσει στο χώρο του σήμερα. Γιατί, είναι και αυτός ένα από τα καλύτερα παιδιά της».
Αργύρης Ζήλος, περιοδικό Ήχος, Μάιος 1979
«Η τρίτη άνοιξη του ελληνικού ροκ ξεκινάει με το «Φλου» του Σιδηρόπουλου, όπου έχουμε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα της ροκ φόρμας και του (καλού) ελληνικού στίχου. […] Το «Φλου» μπορεί να ακούγεται μεγαγχολικό, αλλά, ιδωμένο μέσα από τη θεωρία της διαρκούς εξέγερσης και της επανάστασης της καθημερινότητας, ακούγεται πολύ τονωτικό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην καπιταλιστική κοινωνία κάθε τέχνη που ξεπερνά κάποιο επίπεδο μετριότητας υπήρξε πάντα τέχνη διαμαρτυρίας, κριτικής και εξέγερσης».
Γιώργος Θεοχάρης, περιοδικό Μουσική, τεύχος 57, 1982
«Με το «Φλου» ο Σιδηρόπουλος απέδειξε ότι είναι ταυτόχρονα ποιητής και μουσικός. […] Εν κατακλείδι, το Φλου είναι ένα τίμιος και αισθαντικός δίσκος. Μιλώντας για το κλείσιμο μιας εποχής, εκπυρσοκροτεί την έναρξη μιας καινούριας».
Μανώλης Νταλούκας, περιοδικό Ήχος, Απρίλιος 1984
«(…) είναι το σημαντικότερο ροκ εν ρολ LP που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα. Συμπυκνώνει σχεδόν όλα όσα είχαν συμβεί μέχρι τότε στη χώρα μας (για ποπ ακούστε τους Olympiansκαι για δημοτική παράδοση τους πρώτους δίσκους των Socrates): μπλουζ, ριθμ εν μπλουζ, χαρντ κιθάρες, ηλεκτρική κι ακουστική μπαλάντα, τεχνορόκ του αμερικάνικου Νότου, φανκ… αλλά και αναφορά στο μοναχικό θεό Διόνυσο (στο θείο Διονύση δηλαδή και κατά κόσμον Σαββόπουλο –πλέον μόνο κατά κόσμον…), όπως και άνοιγμα λογαριασμών με το αύριο στο «Τω Αγνώστω Θεώ», όπου οι μουλωχτές δαιμονισμένες λιθάρες μιλάνε μια γλώσσα που ακόμα τότε δεν είχε διαμορφωθεί καλά καλά. […] Στιχουργικά, ένα σπάνιο σμίξιμο της ιδιότροπης ελληνικής γλώσσας με τις αλλόφυλες ιδιοτροπίες του ροκ εν ρολ αναδεικνύει ένα στίχο που κινείται σε υψηλά επίπεδα ευαισθησία και συν-πάθειας […] Κανείς από τους δημιουργούς του «Φλου» δεν ξεπέρασε ποτέ την προσφορά του σ’αυτό το δίσκο. Και κανείς άλλος δίσκος δεν μπόρεσε να τυλιχτεί στην ίδια λάμψη».
Αλέκος Παπαδόπουλος, περιοδικό Ήχος, Απρίλιος 1991
TRIVIA
- Το «Φλου» κυκλοφόρησε το Μάιο του 1979, παρά το γεγονός πως στο δίσκο αναγράφεται ως έτος κυκλοφορίας το 1978. Αυτό συνέβη επειδή τα εξώφυλλα είχαν ήδη τυπωθεί, κατά την προετοιμασία της κυκλοφορίας.
- Ο «Μπάμπης ο Φλου» είχε ηχογραφηθεί πρώτη φορά το ’78, λίγους μήνες πριν τα recording sessions του «Φλου», στο κινηματογραφικό στούντιο του Αρβανίτη στα Εξάρχεια, με σκοπό να το παραδώσει ο Παύλος στην ΕΜΙΑΛ ως δείγμα του δίσκου.
- Το όνομα του συγκροτήματος, κατά μία εκδοχή, ήταν δανεισμένο από την τραγική ιστορία της 12χρονης Σπυριδούλας Ράπτη την οποία σιδέρωσαν τα αφεντικά της, Γιώργος και Αντιγόνη Βεϊζαδέ, τον Αύγουστο του 1955. Λίγα χρόνια πριν δημιουργήσουν το συγκρότημα, οι αδερφοί Σπυρόπουλοι χρησιμοποίησαν το ίδιο όνομα για να υπογράψουν μια αντιεξουσιαστική μπροσούρα που κυκλοφόρησε στα Εξάρχεια. Σύμφωνα με φήμες, η φιλολογία γύρω από το όνομα άρεσε πολύ στον Γιώργο Πετσίλα, διευθυντή της ΕΜΙΑΛ τότε, τόσο που έστειλε τον παραγωγό Θόδωρο Σαραντή να πάει στο σπίτι της οδού Λήμνου και να βρει το συγκρότημα.
- Το όνομα της Δήμητρας Γαλάνη δεν αναφέρεται πουθενά στο οπισθόφυλλο του δίσκου, καθώς τότε μόλις είχε αποχωρήσει από την ΕΜΙΑΛ για να υπογράψει συμβόλαιο με τη MINOS.
- Ο Μάνος Ξυδούς (1953–2010), γνωστός παραγωγός δίσκων, μουσικός και μετέπειτα μέλος των Πυξ Λαξ, σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του [στον Αντώνη Μποσκοΐτη, περιοδικό Ποπ+Ροκ, τεύχος 339], είχε μιλήσει για τη γνωριμία του με τον Παύλο και την εποχή της δημιουργίας του «Φλου»: «Με τον Παύλο γνωριστήκαμε το 1978, όταν μας είχε καλέσει μαζί με τον Θόδωρο Σαραντή, υπεύθυνο της τότε ΕΜΙ, σε κάποιο σπίτι ν’ ακούσουμε τα τραγούδια του. Κατά σύμπτωση, είχε πέσει γραμμή από την εταιρεία να βγάλει και τα δύο-τρία πιο πειραματικά πράγματα, όχι περισσότερα. Θυμάμαι, τότε είχαμε γίνει ένα με τον Παύλο και τα παιδιά του συγκροτήματος, υπήρχε ένα φοβερό πάθος δημιουργίας και ένας αυθορμητισμός δυσεύρετος για τα σημερινά δεδομένα. Ως παιδί κι εγώ, ήμουν άσχετος με αυτά τα πράγματα, μόνο κουμπιά έβλεπα μέσα στο στούντιο τότε. Πιάνω τον Παύλο και του λέω: “Σε τι νομίζεις ότι μπορώ να βοηθήσω; Δεν έχω γνώση του αντικειμένου. Μου απαντάει πως “Ξέρω ότι ακούς ξένη μουσική κι εγώ θέλω να βγάλω τέτοιον ήχο. Να μου πεις μόνο αν τους άρεσε”. Μου είπε ακόμα και κάτι άλλο: “Ξέρω ότι φτιάχνεις καλούς καφέδες”. Και πράγματι, όντας κλητήρας στην ΕΜΙ, μέσα στα καθήκοντά μου ήταν να φτιάχνω και καφέδες. Το ‘χα συνηθίσει το άθλημα, το ήξερα. “Μη σε ξαφνιάζει”, μου είπε ο Παύλος, “δεν ξέρεις πόσο σημαντικός είναι ο καφές για ένα μουσικό στο στούντιο σε μια στιγμή ανάπαυλας”. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, μπόρεσα να καταλάβω πόσο δίκιο είχε ο άνθρωπος».