Παύλος Σιδηρόπουλος: γιατί τον αποκαλούμε «Πρίγκηπα»;
Όταν μου ζήτησε ο εκδότης της εφημερίδας «Η Πόλη Ζει» να γράψω για τον Παύλο, ακριβώς επειδή ήξερε ότι οι οικογένειες από τις οποίες προερχόμαστε είχαν στενή φιλική σχέση και επιπλέον με την αδελφή του, τη Μελίνα υπήρξαμε και συνεχίζουμε να είμαστε καρδιακές φίλες, στην αρχή δίστασα.
Γνώριζα ότι ο ίδιος ο Παύλος δεν θα ήθελε να αποτελεί η προσωπική του ζωή «δημόσιο θέμα». Και δεν θα το ήθελε επειδή δεν εξεχώρισε ποτέ τον εαυτό του από το πλήθος των ανθρώπων. Πλήθος –το οποίο ο ίδιος με την πρωτοποριακή του μουσική τίμησε και ωφέλησε δεόντως-. Ο δισταγμός μου όμως, διαλύθηκε και παρέδωσε γρήγορα τη θέση του στον προσωπικό μου ενθουσιασμό ακριβώς επειδή μου δίνεται η δυνατότητα να καταθέσω την άποψή μου “ΓΙΑΤΙ ο Παύλος μένει τελικά στην ελληνική μουσική ιστορία, με το προσωνύμιο «ο Πρίγκηπας»;“.
Στην δεινότητα της στιχουργικής του και της μουσικής του δεν θα σταθώ. Άλλοι, ειδικοί σε αυτά τα θέματα, αλλά και στενοί του φίλοι έχουν καταθέσει αναλυτικά την γνώμη και τις απόψεις τους.
Μερικά στοιχεία για το περιβάλλον στο οποίο γαλουχήθηκε, ανατράφηκε και μεγάλωσε ο Παύλος.
Ο Π. Σιδηρόπουλος μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που απαρτιζόταν και από τις δύο γονεϊκές πλευρές, από εμβληματικές προσωπικότητες. Ο Πατέρας του Κωνσταντίνος Σιδηρόπουλος, προερχόταν από τον Ρώσικο Ελληνισμό της διασποράς, με εύπορη οικογενειακή κατάσταση και κοινωνική θέση ξεχωριστή στο Σοχούμ του Ρώσικου Πόντου. Η παιδεία του και η ανατροφή του ήταν αντάξια του περιβάλλοντος που μεγάλωσε. Η παιδική ηλικία του Κωνσταντίνου Σιδηρόπουλου - αρχικά στο Κιλκίς και μετέπειτα στην Θεσσαλονίκη- είναι καμωμένη με τη γλυκύτητα της νοσταλγίας της Μαύρης Θάλασσας, με το όνειρο για μια εύρωστη πατρίδα, με παιδεία ευρύτερη από την ντόπια οπτική, όπως συνέβαινε με τον ελληνισμό της διασποράς που χαρακτηριζόταν με πνευματική οικουμενικότητα.
Εκείνο που θυμάμαι από τον Κωνσταντίνο Σιδηρόπουλο ήταν η καταπληκτική του δεξιότητα στο τραγούδι. Τραγουδούσε (αυτοδίδακτος ων) με δεινότητα και ικανότητα, κομμάτια από όπερες καθώς και ρώσικα κλασσικά άσματα. Πολλές φορές το ρώσικο τραγούδι «μαύρα μάτια» τραγουδιόταν στο σπίτι των Σιδηρόπουλων, καταμεσήμερο όταν έπαιρνε τη δροσιά του καλοκαιριού το μελτεμάκι στην οδό Πατησίων ή το «καλίνκα» όταν παρέα με τον πατέρα μου τα βράδια της άνοιξης σεργιανούσαν στους κάθετους δρόμους των Πατησίων. Το μεγάλο ταλέντο (επιπέδου όπερας) παρέμεινε σε ερασιτεχνική χαρά καθ’ ότι ο πατέρας του Παύλου με σπουδές χημικού είχε ιδρύσει το μοναδικό εργοστάσιο φωτογραφικού χαρτιού στην Ελλάδα.
Η μητέρα του Παύλου -η υπέροχη Τζένη- γόνος λογίων και μεγάλων προσωπικοτήτων από το Ηράκλειο της Κρήτης. Εγγονή του Ζορμπά, με ανατροφή από τον Ραδάμανθυ Αλεξίου και με θεία την Έλλη Αλεξίου, την Γαλάτεια Καζαντζάκη και τον Λευτέρη Αλεξίου. Η Τζένη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα νεαρή με σκοπό να συμπληρώσει τις μουσικές της σπουδές πιάνου, στο Ωδείο Αθηνών. Πράγματι μετά από 12 χρόνια είχε κατακτήσει όλα τα μεγάλα μουσικά πτυχία. Η μουσική της παιδεία ήταν υψηλού επιπέδου. Να σημειώσω ότι ο παππούς του Παύλου, Ραδάμανθυς Αλεξίου (νομομηχανικός του Ν. Ηρακλείου στην Κρήτη) υπήρξε καταπληκτικός μουσικός. Σπούδασε βιολί και έπαιζε ανυπέρβλητη κρητική λύρα και κιθάρα. Υπήρξε ο αγαπημένος αοιδός σε κρητικές μαντινάδες. Όταν πήγαινε για δουλειά, η επίσκεψη, κουβαλούσε πάντα μαζί το βιολί, πράγμα που σήμαινε ότι μόλις η εργασία θα τελείωνε, θα γινόταν γλέντι με δικές του συνθέσεις και κρητικές μαντινάδες. Η αδελφή του λογοτέχνης Έλλη Αλεξίου (Λιλίκα την προσφωνούσε η οικογένεια) διηγείτο χαρακτηριστικά: «Όταν άκουγες βιολί από μακριά -χωρίς να βλέπεις- αντιλαμβανόσουν το βιολί του Ραδάμανθυ. Έσταζε μέλι και μαράζι… Τόσο ξεχωριστός μουσικός υπήρξε».
Με λίγα λόγια, το περιβάλλον του Παύλου αποτελείτο από ανθρώπους του πνεύματος και με μεγάλη ψυχική καλλιέργεια, με ιδανικά και αξίες. Έχει σημασία να σταθώ στο μεγάλωμα του Παύλου στην Πατησίων. Οι οικογενειακές διαμονές, ήταν στην οδό Βλαβιανού, στην Πάτμου, στην Κνωσσού, στην Καραμανλάκη και στην Ιωάννου Δροσοπούλου. Από την Δροσοπούλου μετεφέρθησαν στη Γαλατσίου όταν ήδη ο Παύλος είχε ακολουθήσει τα μουσικά του βήματα.
Αποφοίτησε από το Η’ Γυμνάσιο της οδού Νικοπόλεως. Το Η’ Εκπαιδευτήριο εκείνης της εποχής ήταν ένας χώρος σπουδών υψηλού επιπέδου. Η αποφοίτηση των μαθητών συνοδευόταν με κλασσικές γνώσεις παιδείας, ικανές να στηρίξουν με σοβαρά κριτήρια τις περαιτέρω επαγγελματικές αναζητήσεις των αποφοίτων. (Ίσως θα πρέπει η εφημερίδα να εγκαινιάσει θέμα με τους άξιους αποφοίτους του Η’ Γυμνασίου –Λυκείου, αλλά και των άλλων εκπαιδευτηρίων των Πατησίων). Η οικογένεια Σιδηροπούλου, χαρακτηριζόταν από το ήθος που χαρακτήριζε τις περισσότερες οικογένειες των Πατησίων εκείνης της εποχής. Δηλαδή: Μέτρο, λιτός τρόπος διαβίωσης, παιδεία, καλλιέργεια της αισθητικής, αγάπη και άφθονη δημοκρατία. Υπήρξε πρωτοπόρα οικογένεια στον τρόπο των φιλικών σχέσεων και της ανυπέρβλητης -χωρίς φειδώ- φιλοξενίας. Η μουσική μαζί με τα μαθηματικά και την κλασσική παιδεία ήταν τρόπος ζωής των Σιδηροπουλαίων…..!
Η παρέα μαζί τους, αποτελούσε σχολείο με διδακτορικό ανθρώπινων σπουδών….!
Το τοπίο συμπληρωνόταν από τις επιλογές των θερινών διακοπών……..!
Το θέρετρο -ως μόνιμος καλοκαιρινός τόπος- ήταν τα Νέα Στύρα της Ευβοίας της ανυπέρβλητης εκείνης εποχής…! Η οικογένεια του Παύλου διάλεγε απλά, απλούστατα, θερινά καταλύματα με πλήρη απουσία πολυτέλειας και περιττού διάκοσμου και ευκολίας. Εκεί τα καλοκαίρια ο Παύλος άρχισε να επιδίδεται σε ερασιτεχνικές μουσικές μέρες και βραδιές…..! Τα αυτοσχέδια κρουστά πήγαιναν και έρχονταν…..! Οι μικρότεροι χειροκροτούσαμε… μια και αποτελούσαμε -εμείς ως ευήκοη μαρίδα- τους εκλεκτούς θαμώνες του κλαμπ. Πώς ήταν ο Παύλος εκείνη την εποχή; Ήταν αυτός που πάντα ξέραμε. Ευγενής, σου μιλούσε και σε κοίταζε στα μάτια, προστατευτικός με την «μαρίδα», ανάβλυζε αρετή και τρυφερότητα. Έτσι, με δυο λέξεις, παρέμεινε μέχρι το τέλος του.
Γιατί, όμως, τον αποκάλεσαν «πρίγκηπα» και συνεχίζουν να τον αποκαλούν έτσι;
Πρώτα απ΄ όλα να ξεκαθαρίσουμε ότι ο Παύλος υπήρξε «λαϊκός» με αστική ευγενική καταγωγή.
Η λαϊκότητα του ήταν ενσυνείδητη επιλογή.
Μετά υπήρξε ιδιαιτέρως αγαθός, με την έννοια που δίνουμε εδώ στην Ελλάδα, δηλαδή επέλεγε το δρόμο της αρετής με πλήρη συνείδηση.
Αυτή η επιλογή του μαζί με την λαϊκότητα που απέπνεε, τον οδηγούσε όλο και περισσότερο στην ζύμωσή του με τον λαό -με την νεολαία- με τρόπο που γινόταν ένα μείγμα μαζί τους.
Τους ενέπνεε και εμπνεόταν.
Αυτή η διαδικασία είναι η βαθύτερη ουσία της τέχνης και του καλλιτέχνη.
Να σημειώσουμε επίσης, ότι ο Παύλος υπηρέτησε πιστά την μουσική, και υπήρξε ένας από τους λίγους που δημιούργησαν το ελληνικό ροκ. Αφιερώθηκε στην γραφή στίχων, (τολμώ να πω ΠΟΙΗΣΗ με όλη τη βαρύτητα του ορισμού) ελληνικής γραφής, με ρυθμούς που να πατούν στην παράδοση ζυμωμένους με το ροκ.
Αυτή η σπουδαία δημιουργικότητα -που πατούσε στις καρδιές των απλών ανθρώπων- και εκεί, σ’ αυτό το βωμό έστηνε σα μικρές λιτανείες χορούς μαζί τους, απλώνοντας το χέρι.
Αυτό τον ρίζωσε βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων και σαν καλλιτέχνη αλλά και σαν άνθρωπο.
Αυτές οι προσωπικότητες είναι λαμπερές. Αυτές οι προσωπικότητες είναι ξεχωριστές πλασμένες με χρυσάφι. Είναι ΠΡΙΓΚΗΠΕΣ.
Τέτοια η στόφα και η φύση του Παύλου. Πρίγκηπα τον είπαν μετά τον ξαφνικό και πρόωρο θάνατο του. Ίσως επειδή εμείς οι άνθρωποι πάντα αναζητούμε και αγαπάμε ως πρίγκηπα μόνο μια ευγενική και απλόχερη, άδολη, ψυχή. Και όταν ονοματίζουμε κάποιον με τέτοια ιδιότητα ποτέ δεν το παίρνουμε πίσω. Να ‘σαι καλά Παυλάκη εκεί στα ψηλά.
Άννα Στάικου
Με τον Παύλο Σιδηρόπουλο ήμασταν φίλοι και συγκάτοικοι το 1970 στην Θεσσαλονίκη, φοιτητές στο Μαθηματικό τμήμα. Ηταν ένας γλυκός "κακομαθημένος" έφηβος. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας. Είχε διαλέξει και ψευδώνυμο: Παύλος Αστέρης. Εκείνη την εποχή του άρεσαν τα drums και κάναμε ντουέτο στο σπίτι. Εγώ κιθάρα και αυτός τύμπανα σε μία πάνινη πολυθρόνα με κουτάλια και μπαγκέτες. Παίζαμε χαρούμενα και κάναμε ατέλειωτη πλάκα και αταξίες. Θυμάμαι μία βόλτα με τις κοπέλες μας, που είχαν έλθει από την Αθήνα και τη Ρένα να λέει στη δικιά μου: "Ρούλα μου, αυτός ο Παύλος με τσιμπάει στο δρόμο σα μάγκας". Ακριβώς αυτό που τραγούδησε στον "Μπάμπη το Φλου". "Τσιμπολογούσε τις ξανθές". Αργότερα στην Αθήνα τον έβλεπα στη χάση και στη φέξη.
Τον θυμάμαι στη συναυλία του James Brown στό Παλλάς να πάλλεται στην ένταση και το ρυθμό της μπάντας. Αλλη μία φορά στα καμαρίνια του Μετρό να μου λέει πως όπου να 'ναι "καθαρίζει"...
Ο Παύλος ήταν ένας βιωματικός τύπος όπως πρέπει να είναι ο καλλιτέχνης μόνο που η χημεία που διάλεξε να παλέψει μαζί της, δεν σηκώνει αστεία και έτσι έφυγε νωρίς... αφήνοντας τα τραγούδια του πίσω για παρηγοριά.
Τον θυμάμαι πάντα με αγάπη.
Βαγγέλης Γερμανός
Ο κλέψας του κλέψαντος
Λένε πως δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο από το να’ σαι νέος, υγιής, ξέγνοιαστος και να’ ναι καλοκαίρι.
Τον Αύγουστο του ΄77, η ξαδέρφη μου κι εγώ παραθερίζαμε στα Νέα Στείρα οικογενειακώς. Η παραλία της Κεφάλας ήτανε ένα μικρό ψαροχώρι τριγυρισμένο από περιβόλια, μπαξέδες και κήπους, ηλιοτρόπια, καλαμποκιές αμπελοφάσουλα αχλαδιές κι άλλα οπωροφόρα, τριγυρίζανε μια μεγάλη αμμουδιά που είχε πίσω της τα σπίτια που φιλοξενούσαν τους παραθεριστές. Όπως ήταν φυσικό, όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας κι έτσι εμείς τα μικρότερα παιδιά απολαμβάναμε τα προνόμια μιας ασφαλούς και ειρηνικής ελευθερίας. Παιχνίδια, μπάνιο, μουσικές, εξερευνήσεις και καθημερινές περιπέτειες. Η εφηβεία πλησίαζε, αλλά δεν είχε φτάσει ακόμα….
Εκείνο το απόγευμα, μετά το πολύωρο μπάνιο στη θάλασσα, πετύχαμε στο περιβόλι του τοπικού μανάβη μια συκιά φορτωμένη ώριμα σύκα.
Σκαρφαλώσαμε κι οι δύο προσεκτικά στο δέντρο κι αφού απλώσαμε τις πετσέτες μας καταγής αρχίσαμε να μαζεύουμε τα «βασιλικά» γρήγορα-γρήγορα μη μας πάρει κανένα μάτι. Ξαφνικά, κι ενώ τρώγαμε τα «κλεμμένα λάφυρά μας», ακούστηκε μια άγνωστη αντρική φωνή με ύφος άγριο και περιπαικτικό να φωνάζει: «τις κλέπτει οπώρας;».
Το ότι δεν τσακιστήκαμε από το φόβο μας είναι στ’ αλήθεια θαύμα. Πάντως δεν ήταν ο μανάβης αλλά ο Παύλος μ’ ένα φίλο του (Φίλιππος Φέξης), που’ χανε σκάσει στα γέλια απ’ το καψόνι που μας έκαναν και μας χαζεύανε ενώ προσπαθούσαμε κατακόκκινες από ντροπή να κατέβουμε από το δέντρο. Τη στιγμή όμως που μαζεύαμε τις πετσέτες μας γεμάτες σύκα ακούμε τις πραγματικές αγριοφωνάρες του Μασταλούδη του μανάβη που είχε φτάσει καβάλα στο ζαλισμένο γάιδαρό του, με τη μαγκούρα τα καλάθια και τη ζυγαριά του να κρέμονται στα καπούλια του ζώου σ’ ένα άκρως απειλητικό σχήμα. «Ρε παλιόπαιδα, τι κάνετε εκεί; Τίνος κερατά είσαστε; Κλέφτρες ντροπή σας!!!». Πετιέται τότε ο Παύλος: «δικιές μου είναι» του λέει και βάζει το χέρι του στην τσέπη, βγάζει κάτι ψιλά, του τα βάζει στο χέρι και του λέει και δυό κουβέντες της ειρήνης και κλείνοντάς μας το μάτι περιπαικτικά, αγριωπός μας λέει: «δρόμο τώρα εσείς……δρόμο……». Είχαμε ξεκινήσει την ώρα που ο μανάβης είχε φύγει μουρμουρίζοντας, όταν τον ξανακούσαμε να λέει: «ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΑ ΣΥΚΑ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΑΤΕ ΚΑΤΑΣΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΟΡΙΑ!!».
Η Έρη γυρίζει και μου λέει: «Ο ΚΛΕΨΑΣ ΤΟΥ ΚΛΕΨΑΝΤΟΣ, ΔΗΛΑΔΗ ΠΑΝΕ ΤΑ ΣΥΚΑ ΜΟΥ».
Ναι βρε Έρη, όμως εκείνος πλήρωσε κιόλας, της λέω και της δείχνω τα δικά μου.
Δεν ξέρω αν, όπως έλεγε η κυρία Τζένη (η μητέρα του), τα Στείρα ήταν ο παράδεισος, ξέρω ότι είχε πολύ φως, ήμασταν νέοι, υγιείς, ξέγνοιαστοι και νιώθαμε πρίγκιπες με πέντε σύκα και λίγα ψιλά.
Μαρία Αριστοπούλου
Ξενοδοχείο η καλή καρδιά
Μία αληθινή ιστορία που δίνει την εικόνα του σπιτιού μας.
Ένα μεσημέρι, γύρω στη μία η ώρα, χτύπησε το κουδούνι στο σπίτι και πήγε να ανοίξει η θεία η Παρασκευή. Ρωτάω ποιος είναι και μου απαντάει, «δεν ξέρω, είναι ένας νεαρός». Πηγαίνω κι εγώ στην εξώπορτα για να συνεννοηθώ και μόλις με βλέπει ο νεαρός με ρωτάει: «συγγνώμη εδώ είναι το σπίτι του Παύλου;» Του απαντάω ναι και συνεχίζει: «δε με γνωρίζετε, πεινάω και μου είπαν στη Φωκίωνος Νέγρη που βρισκόμουν, να πάω στο σπίτι του Παύλου να τον βρω κι εκεί θα μου δώσουν να φάω». Η μητέρα μας καθηλωμένη όπως ήταν σε μια πολυθρόνα, φωνάζει από το σαλόνι που πάντα καθόταν: «Παρασκευούλα βάλε του παιδιού να φάει».
Στο σπίτι εκείνη την ώρα βρισκόταν και η ξαδέρφη μας η Νουνού που είχε έρθει να μας επισκεφτεί, άκουσε την όλη ιστορία κι επειδή ήξερε και πολλές άλλες παρόμοιες λέει στη μάνα μας γελώντας: «βρε Τζένη γιατί δεν κρεμάς έξω από την πόρτα του σπιτιού μια ταμπέλα που να γράφει
«ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ Η ΚΑΛΗ ΚΑΡΔΙΑ»; Έτσι για να ξέρουμε που βρισκόμαστε!
Μελίνα Σιδηροπούλου
Όταν γνώρισα πολλούς άλλους συνθέτες, συνειδητοποίησα ότι κανείς δεν αφήνει χώρο στον μουσικό, όχι να κάνει τα δικά του, αλλά για να προσφέρει. Κι όταν πάλι προσφέρει, αυτό ούτε καν αναγνωρίζεται. Ο Παύλος άφηνε όλο τον χώρο στους συνεργάτες του να κάνουν αυτό που θέλουν, τους πίστευε και τους αναδείκνυε. Δεν θα ξεχάσω ένα βράδυ στο Πεδίο του Άρεως που έπαιζε με τους Απροσάρμοστους και ξεκίνησε το τραγούδι «Απογοήτευση». Είχε παίξει μια πολύ ωραία εισαγωγή με την κιθάρα του ο μακαρίτης Βασίλης Πετρίδης, την ακούει ο Παύλος, κόβει το κομμάτι και λέει: «Προσέξτε αυτή την εισαγωγή του Βασιλάκη! Αξίζει να την ξανακούσετε!»
Νίκος Σπυρόπουλος
μουσικός, μέλος των Σπυριδούλα
Ο τελευταίος των Ζορμπάδων, ήταν ο Zorba "The Freak". Και πριν από μισή δεκαετία, ανέβηκε στο αλογάκι του, φόρεσε το καπελάκι του, είπε στην κοινωνία: "Καμπόυ, ξεκαμπόυ και σου γαμώ το σόι", και μετά γύρισε προς τα μας και είπε: "See you later alligators!!!, άντε και καλή τύχη μάγκες... εγώ πάω να βρω τη μανούλα μου". Γι' αυτόν ήμουν ο θείος. Ετσι όπως διάλεξε τους φίλους του, διάλεξε και τους "συγγενείς" του, διάλεξε την "οικογένειά" του, τα κατάφερε. Και σίγουρα, ο ίδιος διάλεξε και το τελευταίο του ταξίδι. Ο ανηψιός, ήταν ένας ελεύθερος πρίγκιπας, ο τελευταίος και είμαι περήφανος γι' αυτόν.
Παυλάκι μου, οι καιροί εξακολουθούν να είναι δύσκολοι για τους πρίγκιπες.
Σε φιλώ, ο θείος σου ο Μήτσος.
Και για την αντιγραφή
Δημήτρης Πουλικάκος
Για μένα αλλά και για τα άλλα παιδιά του γκρουπ, ο Παύλος ήταν ο Φίλος μου και ο Δάσκαλός μου. Στην ουσία αυτός μας έκανε μουσικούς. Είχε το εξαιρετικό χάρισμα να μαγνητίζει πάνω στη σκηνή το κοινό και να γίνεται ένα μ' αυτό. Ηταν αγνός, αυθεντικός και το κενό του είναι τεράστιο αλλά και δυσαναπλήρωτο.
Οδυσσέας Γαλανάκης
κιθαρίστας στους Απροσάρμοστους
Με τον Παύλο ζήσαμε μοναδικές στιγμές και εμπειρίες. Οταν είδα πως κάποια στιγμή κολλούσε το πράγμα εδώ, αποφάσισα να φύγω στην Αγγλία αλλά ο Παύλος δεν θέλησε ν' ακολουθήσει. Οταν τον ξανασυνάντησα στα μέσα της δεκαετίας του '80, ήταν λίγο απογοητευμένος και μου λεγε συχνά ότι "μ' αφήσατε μόνο μου...". Ηθελε να ξαναγράψουμε μαζί και μάλιστα κάναμε μια εμφάνιση μ' ένα εφήμερο σχήμα που τ' ονομάσαμε Εναλλακτική Λύση Νο. 3, αλλά για διάφορους λόγους δεν συνεχίσαμε. Για μένα ο Παύλος ήταν ο πιο γνήσιος και μοναδικός εκπρόσωπος του ελληνικού ροκ στον τρόπο της έκφρασης και της δημιουργίας του.
Παντελής Δεληγιαννίδης
Ο Παύλος ήταν σε όλα του αυθόρμητος. Αυτό που έκανε το ζούσε πάνω στη σκηνή. Ο δίσκος του "Φλου", μαζί μ' αυτόν του Πουλικάκου "Μεταφορές ο Μήτσος", τους θεωρώ σαν τα καλύτερα δείγματα του ελληνικού ροκ.
Δημήτρης Πολύτιμος
μουσικός, ιδρυτής των MGC, συνεργάστηκε σε διάφορα άλμπουμ του Σιδηρόπουλου
Ο Παύλος είχε όλα τα χαρίσματα ενός αυθεντικού και δημιουργικού ρόκερ. Τον θυμάμαι πάντα σαν ένα πολύ καλό φίλο γεμάτο ζωή και κέφι για διασκέδαση και πλάκες. Και είναι πολύ κρίμα που έφυγε μ' αυτόν τον τρόπο. Η περίοδος στην οποία δημιουργήσαμε μαζί την Εταιρεία Καλλιτεχνών θα μου μείνει αξέχαστη αφού θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που σμίξαμε μαζί σ' αυτό το σχήμα. Υπήρχαν συνεχή "χάπενιγκ" τόσο πάνω στη σκηνή όσο και έξω απ' αυτήν και θεωρώ τότε μεγάλη απώλεια για το χώρο τη διάλυση της μπάντας.
Θόδωρος Παπαντίνας
κιθαρίστας, μέλος της Εταιρείας Καλλιτεχνών
Η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με την έννοια της απώλειας ενός κοντινού προσώπου ήταν στα δώδεκά μου χρόνια, όταν με πήρε τηλέφωνο μιά συνομήλική μου κοπέλα που είχα γνωρίσει σε κάποια παιδική κατασκήνωση το προηγούμενο καλοκαίρι, για να με πληροφορήσει ότι ένας κοινός μας φίλος, ο Κυριάκος είχε σκοτωθεί σε ατύχημα με μηχανάκι. Η αντίδρασή μου ήταν καθαρά υστερική: αρχικά θεώρησα ότι επρόκειτο για κακόγουστη φάρσα και στη συνέχεια, μπροστά στην επιμονή της, μουρμούρισα κάτι του στιλ: "καλά, θα το διασταυρώσω" κι έκλεισα το τηλέφωνο αφήνοντάς την εμβρόντητη.
Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, αντέδρασα με παρόμοιο τρόπο όταν η Εύη μου τηλεφώνησε για να μου ανακοινώσει το δυσάρεστο νέο: ο Παύλος πέθανε. Τελικά δυσκολεύομαι να συνηθίσω αυτήν την ιδέα. Οσο πιό συγκεκριμένη προσπαθεί να γίνει, τόσο πιο πολύ την απωθώ στο βάθος του μυαλού μου - κι ακόμη και σήμερα είμαι πρόθυμος να πιστέψω ότι κάπου στην Αθήνα ο Παύλος κάνει πρόβες, δοκιμάζει καινούργια στιχάκια, "δουλεύει" μια μελωδία και, απλώς, δεν τυχαίνει να συναντηθούμε. Ετσι όπως έχουμε χαθεί και με άλλους φίλους αλλά που και που μαθαίνουμε νέα τους. Δυστυχώς, μια τόσο εύθραυστη φαντασίωση δεν μπορεί να αντέξει στο σφυροκόπημα της "αντικειμενικής" πραγματικότητας. Ακόμη και οι "αγνών προθέσεων" αναφορές και αφιερώματα στη μνήμη του Παύλου και του έργου του επαναφέρουν βασανιστικά αυτό που υποσυνείδητα προτιμώ να ξεχνάω: ο Παύλος δεν υπάρχει πλέον και δεν πρόκειται να ξαναγράψει κάποιο τραγούδι. Δε θα επεκταθώ εδώ σε αναφορές γύρω από το χαρακτήρα και τις προσωπικές στιγμές του Παύλου, γιατί θεωρώ ότι μια τέτοια δημόσια έκθεση περιέχει κάποια ποσοστά αδιακρισίας, έστω και άν πρόκειται για επαίνους. Αυτό για το οποίο μπορώ να μιλήσω είναι πολύ πιο συγκεκριμένο και ουσιαστικό. Αφορά το ρόλο που έπαιξε ο Παύλος τόσο στη συνεργασία μας όσο και στα ευρύτερα μουσικά πράγματα. Σχετικά με το πρώτο σκέλος, το πράγμα είναι απλό. Η συνεργασία μας άλλαξε τη ζωή μου. Μέσα από την ηχογράφηση του "Φλου" έκανα το άλμα από την εφηβία στην μουσική ενηλικίωση. Ολα αυτά που βρίσκονταν μέσα μου σε ομιχλώδη κατάσταση πήραν συγκεκριμένη μορφή και κατεύθυνση και, βέβαια η επιρροή του Παύλου σε όλη αυτήν τη διαδικασία υπήρξε καταλυτική. Θα μπορούσα να πώ χιλιάδες πράγματα γύρω από αυτό, αλλά νομίζω ότι αρκεί να σημειώσω ότι απλά και μόνο να σχολιάζεις κιθαριστικά μια φωνή τέτοιων δυνατοτήτων είναι ολόκληρο σχολείο.
Οσον αφορά τώρα την επιρροή που είχε ο Παύλος πάνω σε αυτό που ονομάζουμε rock n' roll σκηνή, τα πράγματα εδώ είναι προφανή. Δεν πρόκειται απλώς για κάποια "καλά τραγούδια" αλλά για το συμπυκνωμένο ορισμό του τι σημαίνει rock και πώς μπορεί να είναι ΚΑΙ ελληνικό. Αναζητώντας με σχεδόν μυστικιστική προσύλωση το δρόμο της προσωπικής του έκφρασης, άνοιξε γεναιόδωρα μια πόρτα σε κάτι που αφορούσε και όλους εμάς τους υπόλοιπους. Απέδειξε στην πράξη ότι όλες αυτές οι ετερόκλητες επιρροές που όλοι είχαμε μέσα μας μπορούσαν να μετουσιωθούν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα με περιεχόμενο και αξία. Θα μείνει, λοιπόν, κάτι από τον Παύλο. Οχι μόνο στην σκέψη αυτών που τον γνώρισαν ή αυτών που συγκινήθηκαν από την μουσική του αλλά και σε κάθε νότα που παίζουμε, σε κάθε ηλεκτρική συγχορδία, σε κάθε βρυχηθμό του μπάσου. Και κάθε φορά που θα μαζεύονται οι πιτσιρικάδες στα υπόγεια της μεγαλούπολης και με τις πρώτες νότες θα γίνεται αντιληπτή στην ατμόσφαιρα αυτή η τόσο ασαφής αλλά και τόσο πραγματική περιρρέουσα αίσθηση που η ξενομανία της γενιάς μας ονόμαζε "Rock 'n' Roll Feeling" τότε θα είναι και αυτός εκεί.
Βασίλης Σπυρόπουλος
Εψιλον, 10/12/95
Ο Παύλος είναι ένας άγιος της ελληνικής ροκ σκηνής. Εφυγε πριν ακόμα δει τους σπόρους που είχε φυτέψει και οι οποίοι πιάσαν τελικά. Εφυγε κυνηγημένος, περιθωριοποιημένος αλλά πιστεύω ότι αν υπάρχει πουθενά θα χαίρεται γι' αυτό που συμβαίνει. Γιατί ότι και να συμβαίνει ξεκίνησε από τον Παύλο και από τον Πουλικάκο. Το "Φλου" ήταν ένας οριακός δίσκος για όλους μας.
Γιάννης Αγγελάκας
Δυστυχώς για όλους μας, ο Παύλος δεν θέλησε ποτέ να κρατήσει "απόσταση ασφαλείας" μεταξύ λόγου-μουσικής και προσωπικής ζωής. Ταυτίστηκε σε βαθμό απόλυτο με το "όνειρο" των ντραγκς και την ιδέα του ροκ εντ ρολ, με αποτέλεσμα η είδηση του θανάτου να μην είναι ένα σοκ αλλά ένα μούδιασμα.
Συχνά εύχομαι, τώρα που γνωρίζω την λύση, να τα 'χε παρατήσει, να 'χε κουραστεί και σπάσει, να 'ταν τηλεπαρουσιαστής παιχνιδιών ή υπεύθυνος ροκ ρεπερτορίου σε μια πολυεθνική. Τουλάχιστον θα 'ταν ακόμη μαζί μας. Ελπίζω να 'ναι στον παράδεισο γιατί μου φαίνεται ότι έφαγε τη ζωή του στην κόλαση.
Θανάσης Αντωνίου
δημοσιογράφος του φάνζιν Σκιές Του Β-23
Ένας ξανθός άγγελος με λαμπερά γαλάζια μάτια που σε κοίταζαν κατάματα: ο Παύλος.
Εγώ, η φιλόλογος θεία του, "έπρεπε" να τον βοηθήσω παραμονή εξετάσεων στα αρχαία Ελληνικά, τη μέρα που μόλις είχε αγοράσει το βιβλίο του! Θυμάμαι την παραμονή που θα έδιδε Κύρου Ανάβαση με το βιβλίο φυσικά ολοκαίνουριο. Εγώ σε πανικό, αυτός ήρεμος. Το κείμενο το έβλεπε για πρώτη φορά. Τον βάζω να διαβάσει ένα μεγάλο απόσπασμα και να μου πει τι κατάλαβε. Με παρακαλεί να του πω τη σημασία κάποιων λέξεων και βγάζει σχεδόν τέλεια τη μετάφραση, προς μεγάλη μου έκπληξη και θαυμασμό φυσικά.
Πάντα το πάθος του ήταν η μουσική, ταλέντο που σίγουρα είχε κληρονομήσει από τον ερασιτέχνη μουσικό παππού του Ραδάμανθυ. Ο Ραδάμανθυς Αλεξίου από τη μεγάλη κρητική οικογένεια διανοουμένων των Αλεξίου, ήταν τοπογράφος μηχανικός, σε δημόσια έργα, βιολιστής και συνθέτης κρητικών μοτίβων.
Όταν ρωτούσα τη μητέρα του Παύλου αν ο γιός της τραγουδάει ωραία, απαντούσε με το γνωστό χιούμορ της σε άπταιστη Κρητική προφορά: "σα ντο γάιδαρο" μια ιδιόμορφη αντίληψη της Τζένης για τη ροκ μουσική; Όχι, μάλλον διάθεση για πλάκα!
Άρρωστη από πολύ νέα, καθηλωμένη σχεδόν σε κάποια καρέκλα, η μητέρα του, γεμάτη δυναμισμό και κέφι για τη ζωή, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή του Παύλου και έμμεσα στο έργο του.
Παύλο μου, είσαι από τα παιδιά που δεν μπορεί κανείς εύκολα να ξεχάσει. Σε βλέπω να με κοιτάζεις με τα φωτεινά γαλάζια σου μάτια και ακούω να μου τραγουδάς με τον αισθαντικό δικό σου τρόπο τα τόσο ξεχωριστά τραγούδια σου.
Νίκη Ζαχαρίου
φιλόλογος καθηγήτρια στη σχολή Μωραΐτη
Ο Παύλος δεν μας επέτρεψε ούτε μια φορά να πιστέψουμε ότι μας πουλάει "φύκια για μεταξωτές κορδέλες", ούτε επέτρεψε στην τέχνη του να εξαργυρωθεί για τριάκοντα αργύρια παρ' ότι η ανάγκη του τα χρειαζόταν συχνά. Κι όταν μπορεί να διαφυλάσσει την τέχνη του από τις ανάγκες του, από την καθημερινότητα, από τη φθορά του χρόνου, όταν μπορεί να ζει όπως περιγράφει στα επικίνδυνα τραγούδια του, τότε αξίζει την τιμή μας και την αγάπη μας για πάντα.
Μάκης Μηλάτος
δημοσιογράφος