Βρε ας ήτανε τη μοίρα μου για λίγο να γελούσα
και του Χριστού τους πειρασμούς εγώ να τους περνούσα
διωγμένος με το διάολο στην έρημο χαμένος
και σου 'λεγα μετά εγώ ποιός θα 'ταν κερδισμένος
Θα άναβα ένα ναργιλέ να μαστουριάζαν όλοι
δαιμόνια, καλλικάντζαροι μαζί κι αρχιδιαβόλοι
και θα 'χε πέντε γκόμενες καθένας μας παρέα
να φτιάχνουνε χορεύοντας του σιναφιού τα σέα
Θα φώναζα να 'ρχόντουσαν κι όλα τα φιλαράκια
για να μην ενοχλούμε πια της πόλης τα παιδάκια
γυναίκες να γουστάρουνε του άντρα τα τερτίπια
και στο τσαρδί του σατανά θα στήναμε ξενύχτια
Μετάξι από κινέζικα παλάτια θα φορούσα
με φούντα Καλαματιανή και μαύρο από την Προύσα
και θα 'χα και τα όργανα στη διαπασών να παίζουν
του κόσμου όλοι οι αμαρτωλοί τι χάνουνε να ξέρουν