Είναι η ώρα που ξυπνάνε τα φαντάσματα και 'γω γυρνάω μόνος
και δεν υπάρχει πια στο δρόμο μου ψυχή να μου μιλήσει ζωντανή
λίγη χαρά, παιδιά γεννιούνται, πόλη άκου πως κρυώνουν,
και οι αγώνες μου αντάλλαγμα μου δίνουνε μια τόση δα ζωή.
Σαν τίμιος δουλευτής γρήγορα το ’ριξα σ' ανάγκης λοβιτούρες
και το κρασί μου το ξερνάω κάθε νύχτα που δεν βρίσκω το γιατί
το έπαιζα περήφανος και τώρα ρεβεράντζα, χαιρετούρες
σαν να μην έφτανε που δεν χορταίνω μήτε και το πιάτο το φαΐ.
Συνέχεια μπερδευόμουνα, μ' αυτούς που εμπιστευόμουνα
ώσπου τα χρειάστηκα και αναγκάστηκα να δω φάτσα με φάτσα τη ζωή.
Συνέχεια αδικημένος αισθανόμουνα, πως μ' είχαν κοροϊδέψει
στα παραμύθια είχα μείνει της τιμής και τιμημένης εργατιάς
ώσπου μια μέρα τις ανάγκες μου που άτσαλα μ' είχαν δραπετεύσει
μια αγάπη ανέβασα στη θέση τους απ' όλα και απ' όλους πιο ψηλά.
Συνέχεια μπερδευόμουνα, μ' αυτούς που εμπιστευόμουνα
ώσπου τα χρειάστηκα και αναγκάστηκα ν' αλλάξω νοοτροπία και μυαλά.