Συνεντεύξεις

  1. Συνέ­ντευ­ξη της Μελί­νας Σιδη­ρο­πού­λου αδελ­φής του Παύ­λου στην ATHENS VOICE
  2. Συνέ­ντευ­ξη της Μελί­νας Σιδη­ρο­πού­λου στην LiFO

Συνέντευξη της Μελίνας Σιδηροπούλου

αδελ­φής του Παύ­λου στην ATHENS VOICE

  1. Τόσα χρό­νια μετά, πώς βιώ­νε­τε σήμε­ρα την απου­σία του Παύ­λου;

    Όλον αυτό τον και­ρό που ασχο­λού­μαι πολύ με τα ποι­ή­μα­τά του τον νοιώ­θω σαν να είναι δίπλα μου, κοντά μου, πολ­λές φορές και πιο πολύ απ’ότι όταν ζού­σε. Μου έχει γεμί­σει πλή­ρως την ψυχή με τον πλού­το των­σκέ­ψε­ων του και των συναι­σθη­μά­των του.
    Ακό­μα και σ’ αυτό το τόσο δύσκο­λο θέμα που είναι ο θάνα­τος, με προ­στά­τε­ψε με τη διαρ­κή παρου­σία του μέσα από το έργο του.
    Επί πλέ­ον είναι τόσο μεγά­λη η χαρά που μου δίνουν τα λόγια του κόσμου όταν ακούν, έστω και μόνον το όνο­μά του! Τον αγα­πώ και τον προ­σέ­χω με όση δύνα­μη έχω.

  2. Πιστεύ­ε­τε ότι έχει «αγιο­ποι­η­θεί» περισ­σό­τε­ρο απ’ όσο θα ήθε­λε ο ίδιος; Πώς ένοιω­θε για τα ινδάλ­μα­τα;

    Όλη η δια­δρο­μή του ανα­δει­κνύ­ει έναν καλ­λι­τέ­χνη που το τελευ­ταίο πράγ­μα που θα τον απα­σχο­λού­σε και θα τον ενδιέ­φε­ρε ήταν η όποια «αγιο­ποί­η­ση» και τα ινδάλ­μα­τα, τα οποία και δεν του άρε­σαν.

  3. Πώς ήταν σαν μεγά­λος αδελ­φός;

    Ήτα­νε ζωη­ρός και πει­ρα­χτή­ρι, δεν με άφη­νε σε ησυ­χία. Ένα από τα παι­χνί­δια του ήταν να με τρο­μά­ζει και να γελά. Αλλά και όταν έκα­νε σκα­ντα­λιές και ο πατέ­ρας μας τον έβα­ζε τιμω­ρία, εμέ­να φώνα­ζε να του δώσω ότι θα ήθε­λε και στα κρυ­φά, να μην μας πάρουν χαμπά­ρι. Σαν μεγά­λοι ποτέ δεν έλεγ­ξε την προ­σω­πι­κή μου ζωή. Είμα­σταν πάντα αγα­πη­μέ­νοι και με αλλη­λο­σε­βα­σμό.

  4. Πεί­τε μία αγα­πη­μέ­νη ανά­μνη­ση που κρα­τά­τε από εκεί­νον.

    Όταν χορεύ­α­με Rock & Roll. Νεα­ρός ο Παύ­λος, έκα­νε μαζί μου, «πρό­βα» στις φιγού­ρες του χορού και δια­σκε­δά­ζα­με πολύ. Ίσως γι’ αυτό κι εγώ λατρεύω να χορεύω Rock και όχι μόνο.

  5. Τον θυμό­σα­στε να γρά­φει ποί­η­ση; Μοι­ρα­ζό­ταν μαζί σας τους στί­χους του;

    Έχου­με έξι χρό­νια δια­φο­ρά, που για τη νεα­ρή ηλι­κία είναι μεγά­λη. Όσο ήμουν έφη­βη, στο γυμνά­σιο, ο Παύ­λος έλει­πε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη φοι­τη­τής.

    Όταν γύρι­σε, που είχε ήδη τη συμ­με­το­χή του στα μου­σι­κά δρώ­με­να, εγώ ήμουν φοι­τή­τρια και όλη η μέρα μου ήταν έξω από το σπί­τι μας. Όταν επέ­στρε­φα ή έλει­πε ή τον θυμά­μαι κλει­σμέ­νο στο δωμά­τιό του. Ήταν οι δικές του στιγ­μές που έγρα­φε, διά­βα­ζε. Άλλο­τε πάλι άκου­γες τους πει­ρα­μα­τι­σμούς του με την κιθά­ρα.

    Τους στί­χους του δεν τους μοι­ρα­ζό­ταν με κανέ­ναν, εξαί­ρε­ση απο­τε­λού­σε μερι­κές φορές η μητέ­ρα μας. Σ’ εκεί­νην τον είχα ακού­σει να δια­βά­ζει στί­χους του και να την πει­ρά­ζει και να γελά­ει αν κάποιοι απ’ αυτούς δεν της άρε­σαν.

  6. Ποιος είναι ο πιο αγα­πη­μέ­νος σας από τους στί­χους του;

    Είναι το “χαϊ­κού” στη σελ. 86 του βιβλί­ου με τα ποι­ή­μα­τα του Παύ­λου «Έχω μια θλί­ψη για τα μακρι­νά αρι­στουρ­γή­μα­τα».

    Ανοιχτή πληγή
    Στάξε της λίγο δάκρυ
    Κι αδειάζει το αίμα.

    Αλλά, εξ ίσου μου αρέ­σει και η τελευ­ταία στρο­φή από το ποί­η­μα “Ουαί υμίν γραμ­μα­τείς και φαρι­σαί­οι”, σελ. 75

    Ο ισχυρότερος ήχος στο Σύμπαν
    είναι ο τελευταίος χτύπος
    της καρδιάς
    του τελευταίου ανθρώπου.
  7. Εσείς με ποιόν τρό­πο συμ­με­τεί­χα­τε στη δημιουρ­γία αυτού του άλμπουμ; (Εννο­εί το άλμπουμ “Εξα­κρί­βω­ση” του Δ. Καρ­ρά)

    Με την απο­δο­χή μου και με την εμπι­στο­σύ­νη που δεί­ξα­με με τον σύντρο­φό μου Ηλία Καρα­λιά στον δημιουρ­γό του άλμπουμ, Δημή­τρη Καρ­ρά.

    Οφεί­λω να ομο­λο­γή­σω πως όχι μόνο δεν δια­ψευ­στή­κα­με αλλά αντί­θε­τα υπήρ­ξε και υπάρ­χει μια συνε­χής συνερ­γα­σία με το Δημή­τρη. Από όλους τους συμ­με­τέ­χο­ντες, αφι­λο­κερ­δώς, στο άλμπουμ νοιώ­σα­με το σεβα­σμό και την αγά­πη για τον Παύ­λο και το έργο του. Τους ευχα­ρι­στώ όλους από καρ­διάς.

  8. Ποιά είναι τα στοι­χεία που καθι­στούν τη γρα­φή του δια­χρο­νι­κή;

    Νομί­ζω πως στην συγκε­κρι­μέ­νη ερώ­τη­ση, η Άννα Στάι­κου, οικο­γε­νεια­κή φίλη νομι­κός και συγ­γρα­φέ­ας, που συμ­με­τεί­χε στην τετρα­με­λή ομά­δα που εργά­στη­κε για την έκδο­ση του συγκε­κρι­μέ­νου βιβλί­ου, δίνει την πλη­ρέ­στε­ρη απά­ντη­ση: «Η ποί­η­ση του Παύ­λου Σιδη­ρό­που­λου κατα­γρά­φει με λεπτο­φυή τρό­πο τον εσω­τε­ρι­κό κόσμο ενός ανθρώ­που παλ­μο­γρά­φου στην ανθρώ­πι­νη ευαι­σθη­σία. Όλο το έργο δια­πο­τί­ζε­ται από την υπαρ­ξια­κή αγω­νία της τρα­γι­κό­τη­τας του ανθρώ­που. Ζωή, χαρά και θάνα­τος σε σμί­ξι­μο και αλλη­λο­δια­δο­χή».

    Και λίγο παρα­κά­τω γρά­φει: «Η πέν­θι­μη ποί­η­ση του Παύ­λου απο­τε­λεί έξο­χη νηπεν­θή κατα­γρα­φή. Ο ίδιος ο θάνα­τος ως αδιά­σπα­στο σώμα της ζωής σε διαύ­γεια! Άλλω­στε και ο ίδιος ο Παύ­λος υπήρ­ξε διαυ­γής, διά­φα­νος, τέκνο δει­νό των ελλη­νι­κών γραμ­μά­των, με έργο ποι­η­τι­κό, που καταυ­γά­ζει τον οικου­με­νι­κό μας κόσμο».

  9. Θυμά­στε κάποια από τα αγα­πη­μέ­να του βιβλία;

    Συγκε­κρι­μέ­να βιβλία όχι δεν θυμά­μαι. Ξέρω όμως πως του άρε­σε πολύ η ελλη­νι­κή μυθο­λο­γία, πως αγα­πού­σε και μελε­τού­σε τους αρχαί­ους συγ­γρα­φείς μας όπως και φιλο­σο­φία με την οποία και ασχο­λή­θη­κε. Και βέβαια ποί­η­ση.

  10. Πώς ξεκί­νη­σε το πάθος του για τη μου­σι­κή;

    Δεν νομί­ζω πως ξεκί­νη­σε κάποια στιγ­μή, υπήρ­χε πάντα, ήταν ένα μ’ αυτόν!!

  11. Τα τρα­γού­δια του απο­τε­λούν σημείο ανα­φο­ράς για το ελλη­νό­φω­νο ροκ. Πιστεύ­ε­τε ότι διαι­σθα­νό­ταν αυτή την επι­δρα­στι­κή δύνα­μη που θα ασκού­σαν;

    Ναι, πιστεύω ότι το διαι­σθα­νό­ταν. Νομί­ζω ότι σε ένα μεγά­λο βαθ­μό είχε επί­γνω­ση του έργου του και της προ­σπά­θειας που είχε κάνει για να το κατα­κτή­σει. Ο ίδιος ο Παύ­λος σε συνέ­ντευ­ξή του στο περιο­δι­κό Μου­σι­κό εξπρές έχει πει: «Έχει μεγά­λη δυσκο­λία να μπει ο ελλη­νι­κός στί­χος στη ροκ μου­σι­κή, αλλά πώς να το κάνου­με, πρέ­πει να παλέ­ψεις. Πρώ­τα θα βγει λίγο κου­τσό λίγο τραυ­μα­τι­σμέ­νο μετά όμως θα βρει το δρό­μο του. Θέλει ειδι­κή μελέ­τη… εγώ κου­ρά­στη­κα αλλά βρή­κα τα μυστι­κά της ελλη­νι­κής γλώσ­σας και τώρα ο στί­χος κολ­λά­ει. Κοφτά λέξη προς λέξη. Και νοιώ­θω μεγά­λη ικα­νο­ποί­η­ση για­τί αυτό το ταξί­δι το έβγα­λα πέρα μόνος μου».

Συνέντευξη της Μελίνας Σιδηροπούλου

στην LiFO

  • Με το που έφυ­γε ο Παύ­λος, αδειά­σα­με το σπί­τι στο Γαλά­τσι. Ό,τι δικό του γρα­πτό βρή­κα το μάζε­ψα, όμως κάτι οι υπο­χρε­ώ­σεις και η φρο­ντί­δα της κόρης μου, κάτι το συναι­σθη­μα­τι­κό, άργη­σα πολύ να τα δια­βά­σω.

    Ουσια­στι­κά, τα έπια­σα λίγο αφό­του, μαζί με τον αεί­μνη­στο Πανα­γιώ­τη Θερ­μο­γιάν­νη, στον οποίο αφιε­ρώ­σα­με και το βιβλίο, στή­σα­με την ιστο­σε­λί­δα για τον Παύ­λο, γύρω στο 2010-11. Εκεί­νος σκά­να­ρε όλο το υλι­κό κι έτσι μπό­ρε­σα κι εγώ να ασχο­λη­θώ συστη­μα­τι­κά με αυτό.

  • Πολι­τι­κο­κοι­νω­νι­κές ανη­συ­χί­ες είχα­με και οι δύο. Ενώ όμως εγώ ήμουν οργα­νω­μέ­νη κομ­μα­τι­κά στην ΚΝΕ τότε, εκεί­νος είχε έναν ορί­ζο­ντα ευρύ­τε­ρο, πιο ελευ­θε­ρια­κό: «Δώστε μας πνοή, στέ­γη και τρο­φή / μια ιδέα στε­γα­νή / που να μην μπά­ζει κρύο», καθώς έλε­γε στο «Εν Κατα­κλεί­δι».

    Αντι­μα­χό­ταν σαφώς την τεχνο­κρα­τία, την εκμε­τάλ­λευ­ση, τον πόλε­μο κ.λπ., αλλά όχι «στρα­τευ­μέ­να», όπως ήταν το πνεύ­μα της επο­χής. Δια­φώ­νη­σε, μάλι­στα, με τους Σπυ­ρι­δού­λα, όταν θέλη­σαν να κάνουν πιο πολι­τι­κό τρα­γού­δι.

    «Αγα­πώ τον άνθρω­πο με τα πάθη και τις αδυ­να­μί­ες του, ειδι­κά γι’ αυτά», έλε­γε, ιδε­ο­λό­γη­μα που δύσκο­λα χωρά­ει σε κόμ­μα­τα και οργα­νώ­σεις.

    Η αγνό­τη­τα και η γνη­σιό­τη­τα των ιδε­ών και της δου­λειάς του, ο πόνος που έβγα­ζε είναι που τον κάνα­νε μύθο, στους νέους ειδι­κά ανθρώ­πους. Έβλε­πε πολύ μπρο­στά ‒ είχε γρά­ψει χαρα­κτη­ρι­στι­κά αντι­ρα­τσι­στι­κό τρα­γού­δι για τους μετα­νά­στες τρεις δεκα­ε­τί­ες πριν, το «Αλί» από το άλμπουμ «Χωρίς Μακι­γιάζ» (1989).

  • Είχα­με καλή σχέ­ση ανα­με­τα­ξύ μας, αγα­πιό­μα­σταν πολύ, παρό­τι ήταν δύσκο­λος άνθρω­πος. Εγώ, βέβαια, μεγα­λώ­νο­ντας, έκα­να αυτό που λέμε μια κανο­νι­κή ζωή, δου­λειά, οικο­γέ­νεια κ.λπ. Εκεί­νος, πάλι, διά­λε­ξε από νωρίς άλλους δρό­μους, ο «ίσιος» δεν του έκα­νε.

  • Ήταν διαρ­κώς με ένα μολύ­βι στο χέρι, σημεί­ω­νε ακό­μα και σε χαρ­το­πε­τσέ­τες ή πακέ­τα τσι­γά­ρων, μετέ­φρα­ζε κιό­λας. «Το κυρί­αρ­χο για μένα είναι ο στί­χος, για τους στί­χους μου θέλω να γίνω γνω­στός» έλε­γε. Κι επει­δή τόσο αυτός όσο και οι νέοι άνθρω­ποι στους οποί­ους επι­θυ­μού­σε να απευ­θυν­θεί αγα­πού­σαν τη ροκ μου­σι­κή, αυτή επέ­λε­ξε ως όχη­μα.

    Λάτρευε την επα­να­στα­τι­κό­τη­τα, τον αυθορ­μη­τι­σμό, την αμε­σό­τη­τά της. Πίστευε, εντού­τοις, ότι ο Έλλη­νας έχει μεγα­λύ­τε­ρη ανά­γκη από λογο­τε­χνι­κή και φιλο­σο­φι­κή παι­δεία απ’ ό,τι μου­σι­κή.

    Διά­βα­ζε κι εκεί­νος πολύ, από φιλο­σο­φία μέχρι ποί­η­ση. Τον συγκι­νού­σαν ιδιαί­τε­ρα ο Ελύ­της, ο Σεφέ­ρης, ο Ανα­γνω­στά­κης, οι Αμε­ρι­κα­νοί μπιτ…

    Ο Παύ­λος Αστέ­ρης, όπως ήταν το λογο­τε­χνι­κό του ψευ­δώ­νυ­μο, συνή­θι­ζε να γρά­φει σχε­δόν «κρυ­φά». Μόνο στη μάνα μας, την Τζέ­νη, διά­βα­ζε καμιά φορά στί­χους από κάποιο κομ­μά­τι που ήθε­λε να μελο­ποι­ή­σει.

  • Είχε μεγά­λο δέσι­μο με τη μητέ­ρα μας, όπως άλλω­στε κι εγώ. Πάντα τη συμ­βου­λευό­ταν για­τί ήταν μια γυναί­κα μορ­φω­μέ­νη, ζωντα­νή, ανοι­χτό­μυα­λη ‒ η καλύ­τε­ρη φίλη που είχα στην εφη­βεία μου, να φαντα­στείς!

    Μεγα­λω­μέ­νη στο Ηρά­κλειο Κρή­της, σε ένα σπί­τι με ιδιαί­τε­ρη κουλ­τού­ρα –η μητέ­ρα της Ανα­στα­σία κρα­τού­σε από το σόι του Ζορ­μπά, η αδελ­φή της Γαλά­τεια ήταν η πρώ­τη σύζυ­γος του Καζαντζάκη‒, ήρθε 20 χρο­νών στην Αθή­να για να ολο­κλη­ρώ­σει τις σπου­δές της στο πιά­νο.

    Τη φιλο­ξε­νού­σε τότε η θεία της Έλλη Αλε­ξί­ου, στο σπί­τι της οποί­ας στην Καλ­λι­θέα σύχνα­ζαν ζωγρά­φοι, λογο­τέ­χνες, ποι­η­τές, οι πάντες – εκεί γνώ­ρι­σε και τον πατέ­ρα μας τον Κων­στα­ντί­νο, γόνο μεγα­λο­α­στι­κής οικο­γέ­νειας Ποντί­ων εκ Ρωσί­ας.

    Εκεί­νος, πάλι, απέ­να­ντί μας ήταν πιο αυστη­ρός, στον αδελ­φό μου ειδι­κά, που ήταν μεγα­λύ­τε­ρος. Επέ­με­νε, δε, να τον κάνει μαθη­μα­τι­κό, όπως ήταν το δικό του «αφιό­νι» ‒καθό­ταν κι έλυ­νε με τις ώρες δύσκο­λες ασκή­σεις!‒, παρό­τι ο Παύ­λος είχε σαφή κλί­ση στα φιλο­λο­γι­κά.

    Εν τέλει πέρα­σε στο Μαθη­μα­τι­κό Θεσ­σα­λο­νί­κης, το εγκα­τέ­λει­ψε ωστό­σο στο 3ο έτος κι άρχι­σε να ασχο­λεί­ται σοβα­ρά πια με τη μου­σι­κή.

    Δεν τον θυμά­μαι καν να βρί­ζει, όσο τσα­τι­σμέ­νος κι αν ήταν. Ούτε πολυ­έ­βγαι­νε – προ­τι­μού­σε να ξενυ­χτά παί­ζο­ντας μου­σι­κή, σε σπί­τια φίλων μου­σι­κών ή σε στού­ντιο.

    Τα στού­ντιο κιό­λας τότε σπά­νι­ζαν και όπο­τε βρι­σκό­ταν κάποιο εύκαι­ρο μαζεύ­ο­νταν από διά­φο­ρα γκρου­πά­κια και παί­ζα­νε μαζί.

  • Τάσεις φυγής είχε πάντο­τε, κυρί­ως όμως εγκε­φα­λι­κές. Δεν ήταν καθό­λου αντι­κοι­νω­νι­κός, ήτα­νε άνθρω­πος πλη­θω­ρι­κός, εύθυ­μος και πολύ επι­κοι­νω­νια­κός.

    Ακρι­βώς, δε, επει­δή ήταν η χαρά της ζωής, δεν παρα­δε­χό­ταν την αδι­κία, την εκμε­τάλ­λευ­ση, τη μονα­ξιά, την απο­ξέ­νω­ση, την ανοη­σία του κόσμου και των κρα­τού­ντων.

    Υπερ­βο­λι­κός σε όλα του, δοτι­κός επί­σης, εισέ­πρατ­τε τον πόνο του απέ­να­ντι ολό­κλη­ρο, όχι στο περί­που, όπως κάνου­με οι περισ­σό­τε­ροι.

  • Μετά την κηδεία του Παύ­λου, με πλη­σί­α­σε ένας άγνω­στος:

    Επι­τρέψ­τε μου να σας διη­γη­θώ, μια ιστο­ρία που απο­δει­κνύ­ει το μεγα­λείο του αδελ­φού σας…

    Ασχο­λού­μουν κάπο­τε πολύ, όπως κι εκεί­νος, με τις ανα­το­λι­κές φιλο­σο­φί­ες, είχα ταξι­δέ­ψει μέχρι το Θιβέτ. Γυρ­νώ­ντας, επι­κοι­νώ­νη­σα με κάποιον κοι­νό μας γνω­στό από τον ίδιο κύκλο, ζητώ­ντας συμπα­ρά­στα­ση για­τί είχα ξεμεί­νει εντε­λώς από χρή­μα­τα. Συμ­φώ­νη­σε.

    Φτά­νο­ντας στο σπί­τι του στην Κηφι­σιά, χτυ­πώ, μου ανοί­γει μια γυναί­κα, τον ενη­με­ρώ­νει, μου λέει εν τέλει «δεν γίνε­ται να σας δεχτεί σήμε­ρα, έχει καλε­σμέ­νους, ελά­τε αύριο». Είχα σωρια­στεί απο­γοη­τευ­μέ­νος, κατά­κο­πος και νηστι­κός στα σκα­λιά της εισό­δου, όταν είδα τον Παύ­λο να κατα­φθά­νει –δεν τον ήξε­ρα τότε–, καθό­τι ήταν κι αυτός καλε­σμέ­νος.

    Βλέ­πο­ντάς με έτσι, κοντο­στέ­κε­ται και με ρωτά «τι κάνεις εδώ;». Του τα εξι­στό­ρη­σα όλα και τότε εκεί­νος, χολω­μέ­νος που δεν με δέχτη­καν, αντί να μπει με πήρε «σηκω­τό» και φύγα­με αμέ­σως για το σπί­τι σας στο Γαλά­τσι. Εκεί με τάι­σε, με φρό­ντι­σε, με γνώ­ρι­σε στη σπου­δαία μητέ­ρα σας, με φιλο­ξέ­νη­σε ώσπου να τακτο­ποι­η­θώ. Δεν ξεχνιέ­ται αυτό…
  • «Σκό­πευε κι ο ίδιος να εκδώ­σει γρα­πτά του, αλλά δεν πρό­λα­βε. Κάποια κεί­με­να ήταν ήδη δακτυ­λο­γρα­φη­μέ­να. Όμως ήταν επί­σης ρόκερ και μάλι­στα περ­φόρ­μερ, ένας ρόλος που για να μπο­ρέ­σεις να τον υπο­δυ­θείς σημαί­νει ότι η ψυχή σου πάλ­λε­ται και μια τέτοια ψυχή δεν κλεί­νε­ται εύκο­λα σε ένα δωμά­τιο να συγκε­ντρω­θεί.

    Ναι, είχε ενδια­φερ­θεί επί­σης για την υπο­κρι­τι­κή, δεν του άρε­σε όμως η λογι­κή των σχο­λών, «κου­τά­κια» τις έλε­γε. Παρό­μοια λογι­κή είχε και στη μου­σι­κή, παντού – είχε ξεκι­νή­σει μαθή­μα­τα με τον Αλέ­ξαν­δρο Αινιάν, μια χαρά πήγαι­νε, ώσπου κάποια στιγ­μή ξέκο­ψε.

    Απο­ρη­μέ­νος εκεί­νος τηλε­φώ­νη­σε στη μητέ­ρα μας, «για­τί στα­μά­τη­σε, τέτοιο ταλέ­ντο δεν πρέ­πει να χαθεί!». Όταν εκεί­νη του ζήτη­σε τον λόγο, έλα­βε την από­κρι­ση ότι «όσα ήταν να μάθω, τα έμα­θα, αρκούν». Όχι από αλα­ζο­νεία, αλλά σαν να είχε από­λυ­τη συναί­σθη­ση του πού πατά και τι ακρι­βώς θέλει.

  • Στην πρέ­ζα τον οδή­γη­σε –είμαι από­λυ­τα βέβαιη πια γι’ αυτό– ο μεγά­λος του έρω­τας για τη Γιό­λα Ανα­γνω­στο­πού­λου. Εκεί­νη έμπλε­ξε με την ηρω­ί­νη στο Παρί­σι, όπου σπού­δα­ζε, και, γυρ­νώ­ντας, άρχι­σε να κάνει χρή­ση κι αυτός.

    Αυτό το υπο­στη­ρί­ζει και ο Νίκος Τσι­λο­γιάν­νης, ο ντρά­μερ από τα Μπουρ­μπού­λια, που κάνα­νε παρέα με τον Παύ­λο. Κάνα τσι­γα­ρι­λί­κι το πίνα­νε, αλλά πάντα λέγα­νε πως επέ­με­νε: «μακριά απ’ αυτό».

    Δεν είχε δηλα­δή καμία περιέρ­γεια ή προ­διά­θε­ση. Πίστευε ότι θα τρα­βού­σε τη Γιό­λα από την ηρω­ί­νη και ότι θα έβγαι­νε μετά εύκο­λα κι αυτός. Κάτι που παρα­δέ­χτη­κε ύστε­ρα ότι ήταν λάθος του, καθώς η πρέ­ζα του είχε στε­ρή­σει ήδη αρκε­τούς φίλους. Έκα­νε προ­σπά­θειες να ξεκό­ψει, δεν τα κατά­φε­ρε όμως.

  • Από τον Αύγου­στο του ’90 μέχρι τέλους τον ταλαι­πω­ρού­σε το αρι­στε­ρό του χέρι. Το είχε πλα­κώ­σει ώρες πολ­λές στον ύπνο του, όντας πιθα­νό­τα­τα όχι νηφά­λιος. Πει­ρά­χτη­καν τα νεύ­ρα, κόντε­ψαν να του το κόψουν.

    Στις τελευ­ταί­ες του συναυ­λί­ες εμφα­νι­ζό­ταν με δεμέ­νο χέρι. Το ατύ­χη­μα αυτό συν ο θάνα­τος της μητέ­ρας μας τον Μάρ­τιο τον είχαν κατα­βά­λει.

    Την επο­χή εκεί­νη δυσκο­λεύ­τη­κα πολύ για­τί φρό­ντι­ζα ταυ­τό­χρο­να τον αδελ­φό, τον πατέ­ρα μας, την κόρη μου –σε άλλο σπί­τι εμείς‒ και ταυ­τό­χρο­να δού­λευα.

    Κάποια στιγ­μή, επι­διώ­κο­ντας να τον κινη­το­ποι­ή­σω, του λέω «για­τί δεν γίνε­σαι παρα­γω­γός, έχεις τόσες γνώ­σεις». «Δεν έχω αρκε­τούς δίσκους» δικαιο­λο­γού­νταν. «Θα σου αγο­ρά­ζω εγώ!» επέ­με­να. Γυρί­ζει τότε και μου λέει: «Άκου να σου πω, βρε αδέρ­φι, εγώ μόνο αυτό που κάνω μπο­ρώ να κάνω…».

  • Τα τρα­γού­δια του που με συγκι­νούν περισ­σό­τε­ρο είναι το «Εν Κατα­κλεί­δι» και ο «Θάνα­τος», που είναι εντε­λώς αυτο­βιο­γρα­φι­κό. Από τα γρα­πτά του, πολ­λά αγα­πώ, περισ­σό­τε­ρο όμως με «στέλ­νει» ένα συγκλο­νι­στι­κό του χαϊ­κού που ανα­δει­κνύ­ει νομί­ζω όλο του το μεγα­λείο: «Ανοι­κτή πληγή/ Στά­ξε της λίγο δάκρυ/ Κι αδειά­ζει το αίμα».

  • Παύλος Σιδηρόπουλος
    Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να εξασφαλίσει ότι θα έχετε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στην ιστοσελίδα μας. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies.
    Αποδοχή
    Άρνηση