- Συνέντευξη της Μελίνας Σιδηροπούλου αδελφής του Παύλου στην ATHENS VOICE
- Συνέντευξη της Μελίνας Σιδηροπούλου στην LiFO
Συνέντευξη της Μελίνας Σιδηροπούλου
αδελφής του Παύλου στην ATHENS VOICE
-
Τόσα χρόνια μετά, πώς βιώνετε σήμερα την απουσία του Παύλου;
Όλον αυτό τον καιρό που ασχολούμαι πολύ με τα ποιήματά του τον νοιώθω σαν να είναι δίπλα μου, κοντά μου, πολλές φορές και πιο πολύ απ’ότι όταν ζούσε. Μου έχει γεμίσει πλήρως την ψυχή με τον πλούτο τωνσκέψεων του και των συναισθημάτων του.
Ακόμα και σ’ αυτό το τόσο δύσκολο θέμα που είναι ο θάνατος, με προστάτεψε με τη διαρκή παρουσία του μέσα από το έργο του.
Επί πλέον είναι τόσο μεγάλη η χαρά που μου δίνουν τα λόγια του κόσμου όταν ακούν, έστω και μόνον το όνομά του! Τον αγαπώ και τον προσέχω με όση δύναμη έχω. -
Πιστεύετε ότι έχει «αγιοποιηθεί» περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε ο ίδιος; Πώς ένοιωθε για τα ινδάλματα;
Όλη η διαδρομή του αναδεικνύει έναν καλλιτέχνη που το τελευταίο πράγμα που θα τον απασχολούσε και θα τον ενδιέφερε ήταν η όποια «αγιοποίηση» και τα ινδάλματα, τα οποία και δεν του άρεσαν.
-
Πώς ήταν σαν μεγάλος αδελφός;
Ήτανε ζωηρός και πειραχτήρι, δεν με άφηνε σε ησυχία. Ένα από τα παιχνίδια του ήταν να με τρομάζει και να γελά. Αλλά και όταν έκανε σκανταλιές και ο πατέρας μας τον έβαζε τιμωρία, εμένα φώναζε να του δώσω ότι θα ήθελε και στα κρυφά, να μην μας πάρουν χαμπάρι. Σαν μεγάλοι ποτέ δεν έλεγξε την προσωπική μου ζωή. Είμασταν πάντα αγαπημένοι και με αλληλοσεβασμό.
-
Πείτε μία αγαπημένη ανάμνηση που κρατάτε από εκείνον.
Όταν χορεύαμε Rock & Roll. Νεαρός ο Παύλος, έκανε μαζί μου, «πρόβα» στις φιγούρες του χορού και διασκεδάζαμε πολύ. Ίσως γι’ αυτό κι εγώ λατρεύω να χορεύω Rock και όχι μόνο.
-
Τον θυμόσαστε να γράφει ποίηση; Μοιραζόταν μαζί σας τους στίχους του;
Έχουμε έξι χρόνια διαφορά, που για τη νεαρή ηλικία είναι μεγάλη. Όσο ήμουν έφηβη, στο γυμνάσιο, ο Παύλος έλειπε στη Θεσσαλονίκη φοιτητής.
Όταν γύρισε, που είχε ήδη τη συμμετοχή του στα μουσικά δρώμενα, εγώ ήμουν φοιτήτρια και όλη η μέρα μου ήταν έξω από το σπίτι μας. Όταν επέστρεφα ή έλειπε ή τον θυμάμαι κλεισμένο στο δωμάτιό του. Ήταν οι δικές του στιγμές που έγραφε, διάβαζε. Άλλοτε πάλι άκουγες τους πειραματισμούς του με την κιθάρα.
Τους στίχους του δεν τους μοιραζόταν με κανέναν, εξαίρεση αποτελούσε μερικές φορές η μητέρα μας. Σ’ εκείνην τον είχα ακούσει να διαβάζει στίχους του και να την πειράζει και να γελάει αν κάποιοι απ’ αυτούς δεν της άρεσαν.
-
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας από τους στίχους του;
Είναι το “χαϊκού” στη σελ. 86 του βιβλίου με τα ποιήματα του Παύλου «Έχω μια θλίψη για τα μακρινά αριστουργήματα».
Ανοιχτή πληγή
Στάξε της λίγο δάκρυ
Κι αδειάζει το αίμα.Αλλά, εξ ίσου μου αρέσει και η τελευταία στροφή από το ποίημα “Ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι”, σελ. 75
Ο ισχυρότερος ήχος στο Σύμπαν
είναι ο τελευταίος χτύπος
της καρδιάς
του τελευταίου ανθρώπου. -
Εσείς με ποιόν τρόπο συμμετείχατε στη δημιουργία αυτού του άλμπουμ; (Εννοεί το άλμπουμ “Εξακρίβωση” του Δ. Καρρά)
Με την αποδοχή μου και με την εμπιστοσύνη που δείξαμε με τον σύντροφό μου Ηλία Καραλιά στον δημιουργό του άλμπουμ, Δημήτρη Καρρά.
Οφείλω να ομολογήσω πως όχι μόνο δεν διαψευστήκαμε αλλά αντίθετα υπήρξε και υπάρχει μια συνεχής συνεργασία με το Δημήτρη. Από όλους τους συμμετέχοντες, αφιλοκερδώς, στο άλμπουμ νοιώσαμε το σεβασμό και την αγάπη για τον Παύλο και το έργο του. Τους ευχαριστώ όλους από καρδιάς.
-
Ποιά είναι τα στοιχεία που καθιστούν τη γραφή του διαχρονική;
Νομίζω πως στην συγκεκριμένη ερώτηση, η Άννα Στάικου, οικογενειακή φίλη νομικός και συγγραφέας, που συμμετείχε στην τετραμελή ομάδα που εργάστηκε για την έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου, δίνει την πληρέστερη απάντηση: «Η ποίηση του Παύλου Σιδηρόπουλου καταγράφει με λεπτοφυή τρόπο τον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου παλμογράφου στην ανθρώπινη ευαισθησία. Όλο το έργο διαποτίζεται από την υπαρξιακή αγωνία της τραγικότητας του ανθρώπου. Ζωή, χαρά και θάνατος σε σμίξιμο και αλληλοδιαδοχή».
Και λίγο παρακάτω γράφει: «Η πένθιμη ποίηση του Παύλου αποτελεί έξοχη νηπενθή καταγραφή. Ο ίδιος ο θάνατος ως αδιάσπαστο σώμα της ζωής σε διαύγεια! Άλλωστε και ο ίδιος ο Παύλος υπήρξε διαυγής, διάφανος, τέκνο δεινό των ελληνικών γραμμάτων, με έργο ποιητικό, που καταυγάζει τον οικουμενικό μας κόσμο».
-
Θυμάστε κάποια από τα αγαπημένα του βιβλία;
Συγκεκριμένα βιβλία όχι δεν θυμάμαι. Ξέρω όμως πως του άρεσε πολύ η ελληνική μυθολογία, πως αγαπούσε και μελετούσε τους αρχαίους συγγραφείς μας όπως και φιλοσοφία με την οποία και ασχολήθηκε. Και βέβαια ποίηση.
-
Πώς ξεκίνησε το πάθος του για τη μουσική;
Δεν νομίζω πως ξεκίνησε κάποια στιγμή, υπήρχε πάντα, ήταν ένα μ’ αυτόν!!
-
Τα τραγούδια του αποτελούν σημείο αναφοράς για το ελληνόφωνο ροκ. Πιστεύετε ότι διαισθανόταν αυτή την επιδραστική δύναμη που θα ασκούσαν;
Ναι, πιστεύω ότι το διαισθανόταν. Νομίζω ότι σε ένα μεγάλο βαθμό είχε επίγνωση του έργου του και της προσπάθειας που είχε κάνει για να το κατακτήσει. Ο ίδιος ο Παύλος σε συνέντευξή του στο περιοδικό Μουσικό εξπρές έχει πει: «Έχει μεγάλη δυσκολία να μπει ο ελληνικός στίχος στη ροκ μουσική, αλλά πώς να το κάνουμε, πρέπει να παλέψεις. Πρώτα θα βγει λίγο κουτσό λίγο τραυματισμένο μετά όμως θα βρει το δρόμο του. Θέλει ειδική μελέτη… εγώ κουράστηκα αλλά βρήκα τα μυστικά της ελληνικής γλώσσας και τώρα ο στίχος κολλάει. Κοφτά λέξη προς λέξη. Και νοιώθω μεγάλη ικανοποίηση γιατί αυτό το ταξίδι το έβγαλα πέρα μόνος μου».
Συνέντευξη της Μελίνας Σιδηροπούλου
στην LiFO
Με το που έφυγε ο Παύλος, αδειάσαμε το σπίτι στο Γαλάτσι. Ό,τι δικό του γραπτό βρήκα το μάζεψα, όμως κάτι οι υποχρεώσεις και η φροντίδα της κόρης μου, κάτι το συναισθηματικό, άργησα πολύ να τα διαβάσω.
Ουσιαστικά, τα έπιασα λίγο αφότου, μαζί με τον αείμνηστο Παναγιώτη Θερμογιάννη, στον οποίο αφιερώσαμε και το βιβλίο, στήσαμε την ιστοσελίδα για τον Παύλο, γύρω στο 2010-11. Εκείνος σκάναρε όλο το υλικό κι έτσι μπόρεσα κι εγώ να ασχοληθώ συστηματικά με αυτό.
Πολιτικοκοινωνικές ανησυχίες είχαμε και οι δύο. Ενώ όμως εγώ ήμουν οργανωμένη κομματικά στην ΚΝΕ τότε, εκείνος είχε έναν ορίζοντα ευρύτερο, πιο ελευθεριακό: «Δώστε μας πνοή, στέγη και τροφή / μια ιδέα στεγανή / που να μην μπάζει κρύο», καθώς έλεγε στο «Εν Κατακλείδι».
Αντιμαχόταν σαφώς την τεχνοκρατία, την εκμετάλλευση, τον πόλεμο κ.λπ., αλλά όχι «στρατευμένα», όπως ήταν το πνεύμα της εποχής. Διαφώνησε, μάλιστα, με τους Σπυριδούλα, όταν θέλησαν να κάνουν πιο πολιτικό τραγούδι.
«Αγαπώ τον άνθρωπο με τα πάθη και τις αδυναμίες του, ειδικά γι’ αυτά», έλεγε, ιδεολόγημα που δύσκολα χωράει σε κόμματα και οργανώσεις.
Η αγνότητα και η γνησιότητα των ιδεών και της δουλειάς του, ο πόνος που έβγαζε είναι που τον κάνανε μύθο, στους νέους ειδικά ανθρώπους. Έβλεπε πολύ μπροστά ‒ είχε γράψει χαρακτηριστικά αντιρατσιστικό τραγούδι για τους μετανάστες τρεις δεκαετίες πριν, το «Αλί» από το άλμπουμ «Χωρίς Μακιγιάζ» (1989).
Είχαμε καλή σχέση αναμεταξύ μας, αγαπιόμασταν πολύ, παρότι ήταν δύσκολος άνθρωπος. Εγώ, βέβαια, μεγαλώνοντας, έκανα αυτό που λέμε μια κανονική ζωή, δουλειά, οικογένεια κ.λπ. Εκείνος, πάλι, διάλεξε από νωρίς άλλους δρόμους, ο «ίσιος» δεν του έκανε.
Ήταν διαρκώς με ένα μολύβι στο χέρι, σημείωνε ακόμα και σε χαρτοπετσέτες ή πακέτα τσιγάρων, μετέφραζε κιόλας. «Το κυρίαρχο για μένα είναι ο στίχος, για τους στίχους μου θέλω να γίνω γνωστός» έλεγε. Κι επειδή τόσο αυτός όσο και οι νέοι άνθρωποι στους οποίους επιθυμούσε να απευθυνθεί αγαπούσαν τη ροκ μουσική, αυτή επέλεξε ως όχημα.
Λάτρευε την επαναστατικότητα, τον αυθορμητισμό, την αμεσότητά της. Πίστευε, εντούτοις, ότι ο Έλληνας έχει μεγαλύτερη ανάγκη από λογοτεχνική και φιλοσοφική παιδεία απ’ ό,τι μουσική.
Διάβαζε κι εκείνος πολύ, από φιλοσοφία μέχρι ποίηση. Τον συγκινούσαν ιδιαίτερα ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Αναγνωστάκης, οι Αμερικανοί μπιτ…
Ο Παύλος Αστέρης, όπως ήταν το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, συνήθιζε να γράφει σχεδόν «κρυφά». Μόνο στη μάνα μας, την Τζένη, διάβαζε καμιά φορά στίχους από κάποιο κομμάτι που ήθελε να μελοποιήσει.
Είχε μεγάλο δέσιμο με τη μητέρα μας, όπως άλλωστε κι εγώ. Πάντα τη συμβουλευόταν γιατί ήταν μια γυναίκα μορφωμένη, ζωντανή, ανοιχτόμυαλη ‒ η καλύτερη φίλη που είχα στην εφηβεία μου, να φανταστείς!
Μεγαλωμένη στο Ηράκλειο Κρήτης, σε ένα σπίτι με ιδιαίτερη κουλτούρα –η μητέρα της Αναστασία κρατούσε από το σόι του Ζορμπά, η αδελφή της Γαλάτεια ήταν η πρώτη σύζυγος του Καζαντζάκη‒, ήρθε 20 χρονών στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις σπουδές της στο πιάνο.
Τη φιλοξενούσε τότε η θεία της Έλλη Αλεξίου, στο σπίτι της οποίας στην Καλλιθέα σύχναζαν ζωγράφοι, λογοτέχνες, ποιητές, οι πάντες – εκεί γνώρισε και τον πατέρα μας τον Κωνσταντίνο, γόνο μεγαλοαστικής οικογένειας Ποντίων εκ Ρωσίας.
Εκείνος, πάλι, απέναντί μας ήταν πιο αυστηρός, στον αδελφό μου ειδικά, που ήταν μεγαλύτερος. Επέμενε, δε, να τον κάνει μαθηματικό, όπως ήταν το δικό του «αφιόνι» ‒καθόταν κι έλυνε με τις ώρες δύσκολες ασκήσεις!‒, παρότι ο Παύλος είχε σαφή κλίση στα φιλολογικά.
Εν τέλει πέρασε στο Μαθηματικό Θεσσαλονίκης, το εγκατέλειψε ωστόσο στο 3ο έτος κι άρχισε να ασχολείται σοβαρά πια με τη μουσική.
Δεν τον θυμάμαι καν να βρίζει, όσο τσατισμένος κι αν ήταν. Ούτε πολυέβγαινε – προτιμούσε να ξενυχτά παίζοντας μουσική, σε σπίτια φίλων μουσικών ή σε στούντιο.
Τα στούντιο κιόλας τότε σπάνιζαν και όποτε βρισκόταν κάποιο εύκαιρο μαζεύονταν από διάφορα γκρουπάκια και παίζανε μαζί.
Τάσεις φυγής είχε πάντοτε, κυρίως όμως εγκεφαλικές. Δεν ήταν καθόλου αντικοινωνικός, ήτανε άνθρωπος πληθωρικός, εύθυμος και πολύ επικοινωνιακός.
Ακριβώς, δε, επειδή ήταν η χαρά της ζωής, δεν παραδεχόταν την αδικία, την εκμετάλλευση, τη μοναξιά, την αποξένωση, την ανοησία του κόσμου και των κρατούντων.
Υπερβολικός σε όλα του, δοτικός επίσης, εισέπραττε τον πόνο του απέναντι ολόκληρο, όχι στο περίπου, όπως κάνουμε οι περισσότεροι.
Μετά την κηδεία του Παύλου, με πλησίασε ένας άγνωστος:
Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ, μια ιστορία που αποδεικνύει το μεγαλείο του αδελφού σας…
Ασχολούμουν κάποτε πολύ, όπως κι εκείνος, με τις ανατολικές φιλοσοφίες, είχα ταξιδέψει μέχρι το Θιβέτ. Γυρνώντας, επικοινώνησα με κάποιον κοινό μας γνωστό από τον ίδιο κύκλο, ζητώντας συμπαράσταση γιατί είχα ξεμείνει εντελώς από χρήματα. Συμφώνησε.
Φτάνοντας στο σπίτι του στην Κηφισιά, χτυπώ, μου ανοίγει μια γυναίκα, τον ενημερώνει, μου λέει εν τέλει «δεν γίνεται να σας δεχτεί σήμερα, έχει καλεσμένους, ελάτε αύριο». Είχα σωριαστεί απογοητευμένος, κατάκοπος και νηστικός στα σκαλιά της εισόδου, όταν είδα τον Παύλο να καταφθάνει –δεν τον ήξερα τότε–, καθότι ήταν κι αυτός καλεσμένος.
Βλέποντάς με έτσι, κοντοστέκεται και με ρωτά «τι κάνεις εδώ;». Του τα εξιστόρησα όλα και τότε εκείνος, χολωμένος που δεν με δέχτηκαν, αντί να μπει με πήρε «σηκωτό» και φύγαμε αμέσως για το σπίτι σας στο Γαλάτσι. Εκεί με τάισε, με φρόντισε, με γνώρισε στη σπουδαία μητέρα σας, με φιλοξένησε ώσπου να τακτοποιηθώ. Δεν ξεχνιέται αυτό…
«Σκόπευε κι ο ίδιος να εκδώσει γραπτά του, αλλά δεν πρόλαβε. Κάποια κείμενα ήταν ήδη δακτυλογραφημένα. Όμως ήταν επίσης ρόκερ και μάλιστα περφόρμερ, ένας ρόλος που για να μπορέσεις να τον υποδυθείς σημαίνει ότι η ψυχή σου πάλλεται και μια τέτοια ψυχή δεν κλείνεται εύκολα σε ένα δωμάτιο να συγκεντρωθεί.
Ναι, είχε ενδιαφερθεί επίσης για την υποκριτική, δεν του άρεσε όμως η λογική των σχολών, «κουτάκια» τις έλεγε. Παρόμοια λογική είχε και στη μουσική, παντού – είχε ξεκινήσει μαθήματα με τον Αλέξανδρο Αινιάν, μια χαρά πήγαινε, ώσπου κάποια στιγμή ξέκοψε.
Απορημένος εκείνος τηλεφώνησε στη μητέρα μας, «γιατί σταμάτησε, τέτοιο ταλέντο δεν πρέπει να χαθεί!». Όταν εκείνη του ζήτησε τον λόγο, έλαβε την απόκριση ότι «όσα ήταν να μάθω, τα έμαθα, αρκούν». Όχι από αλαζονεία, αλλά σαν να είχε απόλυτη συναίσθηση του πού πατά και τι ακριβώς θέλει.
Στην πρέζα τον οδήγησε –είμαι απόλυτα βέβαιη πια γι’ αυτό– ο μεγάλος του έρωτας για τη Γιόλα Αναγνωστοπούλου. Εκείνη έμπλεξε με την ηρωίνη στο Παρίσι, όπου σπούδαζε, και, γυρνώντας, άρχισε να κάνει χρήση κι αυτός.
Αυτό το υποστηρίζει και ο Νίκος Τσιλογιάννης, ο ντράμερ από τα Μπουρμπούλια, που κάνανε παρέα με τον Παύλο. Κάνα τσιγαριλίκι το πίνανε, αλλά πάντα λέγανε πως επέμενε: «μακριά απ’ αυτό».
Δεν είχε δηλαδή καμία περιέργεια ή προδιάθεση. Πίστευε ότι θα τραβούσε τη Γιόλα από την ηρωίνη και ότι θα έβγαινε μετά εύκολα κι αυτός. Κάτι που παραδέχτηκε ύστερα ότι ήταν λάθος του, καθώς η πρέζα του είχε στερήσει ήδη αρκετούς φίλους. Έκανε προσπάθειες να ξεκόψει, δεν τα κατάφερε όμως.
Από τον Αύγουστο του ’90 μέχρι τέλους τον ταλαιπωρούσε το αριστερό του χέρι. Το είχε πλακώσει ώρες πολλές στον ύπνο του, όντας πιθανότατα όχι νηφάλιος. Πειράχτηκαν τα νεύρα, κόντεψαν να του το κόψουν.
Στις τελευταίες του συναυλίες εμφανιζόταν με δεμένο χέρι. Το ατύχημα αυτό συν ο θάνατος της μητέρας μας τον Μάρτιο τον είχαν καταβάλει.
Την εποχή εκείνη δυσκολεύτηκα πολύ γιατί φρόντιζα ταυτόχρονα τον αδελφό, τον πατέρα μας, την κόρη μου –σε άλλο σπίτι εμείς‒ και ταυτόχρονα δούλευα.
Κάποια στιγμή, επιδιώκοντας να τον κινητοποιήσω, του λέω «γιατί δεν γίνεσαι παραγωγός, έχεις τόσες γνώσεις». «Δεν έχω αρκετούς δίσκους» δικαιολογούνταν. «Θα σου αγοράζω εγώ!» επέμενα. Γυρίζει τότε και μου λέει: «Άκου να σου πω, βρε αδέρφι, εγώ μόνο αυτό που κάνω μπορώ να κάνω…».
Τα τραγούδια του που με συγκινούν περισσότερο είναι το «Εν Κατακλείδι» και ο «Θάνατος», που είναι εντελώς αυτοβιογραφικό. Από τα γραπτά του, πολλά αγαπώ, περισσότερο όμως με «στέλνει» ένα συγκλονιστικό του χαϊκού που αναδεικνύει νομίζω όλο του το μεγαλείο: «Ανοικτή πληγή/ Στάξε της λίγο δάκρυ/ Κι αδειάζει το αίμα».